Η πολιτική της Ρωσίας
και της Τουρκίας και η ελληνική θέση
Του Φάνη Μαλκίδη, 07.02.2005
Λέκτορα Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου
Θράκης
Οι σχέσεις Ρωσίας
και Τουρκίας στη μεταψυχροπολεμική
περίοδο έχουν περάσει από διάφορες
φάσεις, οι οποίες σχετίζονται με την
αναγκαιότητα επικράτησης στο νέο γεωπολιτικό
περιβάλλον του Εύξεινου Πόντου, του
Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Η
σύγκρουση για το Αζερμπαϊτζάν, την
Αρμενία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ (Αρτσάχ),
για τη στήριξη της Τουρκίας στο
αυτονομιστικό κίνημα των Τσετσένων,
η τουρκική συνεργασία με τα μεταβατικά
καθεστώτα της Γεωργίας και το
τουρκικό ενδιαφέρον για τις
αποκαλούμενες τουρκόφωνες δημοκρατίες
της κεντρικής Ασίας, αποτελούν
πραγματικότητα για την Τουρκία και
συνάμα προκλήσεις για τη ρωσική πλευρά.
Η Ρωσία επί Γέλτσιν, προωθώντας τη λεγόμενη
οικονομία της αγοράς και τον
εκδημοκρατισμό με μεθόδους κλεπτοκρατίας
και εκποίησης του εθνικού πλούτου,
σε συνθήκες ισχυροποίησης της διαφθοράς
στο εσωτερικό και παρακμής στο διεθνές
περιβάλλον, δεν έδωσε το ενδιαφέρον
που θα περίμενε κάποιος στον
τουρκικό παράγοντα. Η επαναφορά του
ρωσικού ενδιαφέροντος για την
Τουρκία ταυτίζεται χρονικά με την
ανακωχή στο Ναγκόρνο Καραμπάχ το
1994 και την εκδίωξη των με τουρκική
βοήθεια εξεγερμένων Αζέρων, τη νέα
εικόνα στον Εύξεινο Πόντο με το
πάντα ανοικτό ζήτημα των Στενών, της
συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα
(αγωγός φυσικού αερίου Blue Stream
), που άνοιξε την οδό και για περαιτέρω
οικονομική σύνδεση των δύο χωρών. Μπορεί
η ρωσική κρίση του 1998 να
συμπαρέσυρε μαζί με άλλες οικονομίες
και την τουρκική, ωστόσο σύντομα οι
δύο χώρες έθεσαν ξανά στο προσκήνιο
τις οικονομικές πτυχές της
συνεργασίας, υπερπηδώντας τα εμπόδια.
Η βελτίωση των
διμερών σχέσεων γίνεται πιο κατανοητή,
όταν εξετασθούν οι αυξανόμενες
οικονομικές σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας
και της Τουρκίας. Λόγω της παρακμής
της, η ρωσική οικονομία αποδείχθηκε
κατάλληλη αγορά για τα φτηνά και
χαμηλής ποιότητας τουρκικά προϊόντα.
Ως εκ τούτου η Ρωσία είχε αναδειχθεί
πριν την οικονομική κρίση της το
1998 στον δεύτερο μεγαλύτερο
εισαγωγέα τουρκικών προϊόντων. Η υποτίμηση
του ρουβλίου το 1998 ανέκοψε τις
τουρκικές εξαγωγές προς τη Ρωσία,
καθώς κατέστησε τα τουρκικά προϊόντα
ακριβότερα. Ωστόσο η κατάρρευση της
τουρκικής λίρας το 2001 με τη σειρά
της τα έχει κάνει πάλι φτηνότερα, καθιστώντας
τη Ρωσία εκ νέου σημαντική εξαγωγική
αγορά για την τουρκική οικονομία.
Η άνοδος του
Πούτιν στην εξουσία και η ισχυροποίησή
του έδωσε μία νέα ώθηση στην ρωσοτουρκική
συνεργασία, τόσο στον οικονομικό όσο
και στον πολιτικό τομέα, η οποία
επισημοποιήθηκε με την επίσκεψή του
στην Τουρκία το Δεκέμβριο του 2004.
Η Ρωσία είναι
σήμερα δεύτερος εμπορικός εταίρος
για την Τουρκία, μετά τη Γερμανία,
με την ενεργειακό τομέα να καλύπτει
το 72% των ρωσικών εξαγωγών και παρά
τις τριβές, τόσο για την υποστήριξη
τουρκικών οργανώσεων στους Τσετσένους
ή τη ρωσική ανοχή έναντι κουρδικών
ομάδων, όσο και για τις διαφωνίες
για το Κυπριακό, οι οποίες μετά την
επίσκεψη Ερντογάν έχει αμβλυνθεί ή
τους περιορισμούς στη διέλευση των
Στενών, αυτές τίθενται σε δεύτερη
μοίρα μπροστά στο αμοιβαίο
οικονομικό όφελος, χωρίς ωστόσο να
παραγνωρίζεται εντελώς η πολιτική πτυχή.
Ήδη ο Πούτιν προσέφερε τις υπηρεσίες
του ως μεσολαβητής και εγγυητής όσων
συμφωνηθούν από τις ενδιαφερόμενες
πλευρές για το Ναγκόρνο Καραμπάχ,
ενώ ο Ερντογάν τάχθηκε υπέρ της
ανάπτυξης των σχέσεων με το Αζερμπαιτζάν
ώστε να μην υπάρχουν προσβεβλημένοι
γείτονες. Το 2004 το ρωσοτουρκικό
εμπορικό ισοζύγιο ήταν 11 δισ.
δολάρια, για το 2005 προβλέπεται να
φτάσει τα 15 δισ., με στόχο τα 25-30
έως το 2007, ενώ υπάρχουν και
προτάσεις για ρωσοτουρκικές
εταιρείες, που θα δραστηριοποιηθούν
στην Ευρασία και σε τρίτες χώρες σε
τομείς, όπως η ενέργεια, οι τράπεζες
και η κλωστοϋφαντουργία, ακόμη και η
ανοικοδόμηση του Ιράκ.
Παράλληλα η Ρωσία
ενδιαφέρεται και για την καλύτερη
χρήση του υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού
αερίου Blue Stream, που σήμερα
αξιοποιείται μόνο κατά το 12% των
δυνατοτήτων του και μελλοντικά θα
προμηθεύει ρωσικό εργοστάσιο υγροποίησης
αερίου και άλλες αποθηκευτικές
εγκαταστάσεις στην Τουρκία, αλλά και
αγωγό έως το Ισραήλ, η κατασκευή του
οποίου συζητείται εντατικά. Ακόμη η
Ρωσία θα αυξήσει τον όγκο του φυσικού
αερίου που εξάγει στην Τουρκία και
θα αναλάβει την κατασκευή δικτύων
διανομής και δεξαμενών αποθήκευσης
στο έδαφός της, με προοπτική την εξαγωγή
σε τρίτες χώρες, ενώ επιταχύνεται η
συνεργασία στους τομείς της ηλεκτρικής
ενέργειας, των μεταφορών, της υψηλής
τεχνολογίας και του τουρισμού, που
θριαμβεύει, με 2 εκατ. Ρώσους
τουρίστες το 2004.
Το οικονομικό
σκέλος των ρωσοτουρκικών σχέσεων
δείχνει τη γενικότερη στρατηγική για
οικονομική ανάπτυξης, αναδεικνύει
την ύφεση των ρωσοτουρκικών γεωπολιτικών
ανταγωνισμών και την επικράτηση της
λογικής του οικονομικού οφέλους μέσω
της αξιοποίησης των διμερών ευκαιριών
για επωφελείς συναλλαγές.
Σε ότι αφορά την
ελληνική θέση μπορεί η απαρχή των
ελληνορωσικών σχέσεων να ανάγεται
στον 10ο αιώνα και οι δύο χώρες να
συνδέονται με δεσμούς φιλίας που
εδράζονται στην κοινή πίστη, στις
κοινές πνευματικές- πολιτιστικές
αξίες και ιστορικές εμπειρίες και
στην παρουσία ενός σημαντικού
αριθμού ελληνικής καταγωγής Ρώσων
πολιτών, ωστόσο η σημερινή
οικονομική και πολιτική διάσταση
συγκρινόμενη με την τουρκική,
βρίσκεται πολύ χαμηλά.
Ο πετρελαιαγωγός
Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολης καρκινοβατεί
εδώ και χρόνια και όχι φυσικά λόγω
της βουλγαρικής στάσης όπως
προπαγανδίζεται στην Ελλάδα, οι
διμερείς εμπορικές σχέσεις κινούνται
στα 3 δις. δολάρια που είναι ακριβώς
οι ίδιες με την περίοδο της Σοβιετικής
Ένωσης, ο ρωσικός τουρισμός προς την
Ελλάδα μειώνεται συνεχώς, στο Κυπριακό
υπήρξε θεματική στροφή της ρωσικής
πλευράς και οι Έλληνες που ήρθαν από
τη Ρωσία στην Ελλάδα και αυτοί που
έμειναν στις εστίες τους
εγκαταλείφθηκαν χωρίς σχεδιασμό και
ένα υψηλής αξίας πνευματικό κεφάλαιο
απαξιώθηκε.
Η πραγματικότητα
στις ρωσοτουρκικές σχέσεις δεν μπορεί
να αφήνει κανέναν Έλληνα πολίτη αλλά
και Ρώσο ελληνικής καταγωγής
ασυγκίνητο, αφού μία παρουσία και
σχέση αιώνων δεν μπορεί να
εξαφανίζεται μέσα σε μία δεκαετία.
Οι πράξεις και όχι τα λόγια πρέπει
να μπουν μπροστά. Οι σχέσεις με τη
Ρωσία είναι σημαντικές και διασφαλίζουν
μια εναλλακτική οδό για τα ελληνικά
συμφέροντα και την ελληνική παρουσία,
έναντι της μονομέρειας σύμπλευσης με
την υπερατλαντική υπερδύναμη και τον
υπερεθνικό ευρωπαϊκό οργανισμό.