Γράφει ο Πολίτης Βάιος Φασούλας, 8.9.2004
Την αφορμή για το σχόλιο που ακολουθεί την πήραμε από τον αγώνα του ποδοσφαίρου μεταξύ εθνικής Ελλάδας και εθνικής Αλβανίας, αγώνας που μας ντρόπιασε κατά
κράτος με τα δυσάρεστα γεγονότα και από τις δυο πλευρές. Επίσης την αφορμή μας την έδωσε και η πολύπλευρη και επίμονη προβολή του προβλήματος και όσο και αν προσπαθήσαμε να
αποφύγουμε το σχόλιο δεν τα καταφέραμε. Οι θερμοκέφαλοι και ανεγκέφαλοι, είτε Αλβανοί «μεγάλων» ιδεών, είτε Έλληνες με ρατσιστικά κατάλοιπα, μας παρέσυραν στον πειρασμό.
Είδαμε λοιπόν ρατσιστικά φαινόμενα και σίγουρα θα τρίζουν τα κόκαλα του Ρήγα και άλλων οραματιστών και αγωνιστών του 21, όταν σήμερα συμβαίνουν τέτοια
παρατράγουδα αντί να βλέπουν τη συναδέλφωση μεταξύ των λαών, την αγάπη και την αλληλεγγύη. Όμως αυτά τα αγαθά έχουν πάψει να υφίστανται, τα μεγάλα κέντρα έχουν επιδοθεί στην
αλλαγή νοοτροπίας των λαών των Βαλκανίων, τους οδήγησαν και τους οδηγούν πέρα και έξω από τα αγαθά της συνύπαρξης και συναδέλφωσης και τους κατευθύνουν όπου θέλουν.
Το να προσεγγίσει κανείς το άθλημα του ποδοσφαίρου δε φτάνει να είναι μόνο φίλαθλος. Πρέπει να έχει πολιτικοκοινωνική, ιστορική και πολιτιστική άποψη. Κι
αυτό προκειμένου να κρίνει το πρόσφατο παιχνίδι Ελλάδας-Αλβανίας όπως ακριβώς φάνηκε με τα δυσάρεστα γεγονότα. Το να προσεγγίσει κανείς τους Αλβανούς ή την Αλβανία του σήμερα ή
και τους Έλληνες, πρέπει να είναι πολύ προσεχτικός, μελετητής και σοφός. Δυστυχώς αυτά τα προσόντα τα διαθέτουν ελάχιστοι και η αγορά τροφοδοτείτε με του καθενός το μακρύ και
το κοντό.
Αρχικά πρέπει να πούμε ότι η έλλειψη μεταναστευτικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα είναι ένα από τα κύρια αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά
των ελληνικών μεταναστευτικών πολιτικών των τελευταίων δεκαετιών, ιδιαίτερα μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Η πτώση αυτή, για πολλούς λαούς, αποτέλεσε τη μεγάλη «έξοδο»
και «ευκαιρία» προς χώρες ευημερούσες και δημοκρατικές της Ε.Ε. Και σ' αυτή ακριβώς τη φάση η Ελλάδα, μέλος της Ε.Ε. βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη
κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά και οικονομικά. Θέλοντας να παίξει το ρόλο του Σαμαρείτη και του ουμανιστή και παράλληλα του πιστού υπηρέτη έναντι των αφεντικών της, άφησε την
Ελλάδα ξέφραγη σε μια εποχή μεγάλων πολιτικών και γεωγραφικών αλλαγών για τη «σύγχρονη» και ρευστή εποχή μας. Παράλληλα, από τη μια, άρχισε η δημιουργία του κομματικού «θεού»
που σφυρηλατήθηκε «εκσυγχρονιστικά» και ...δημοκρατικά στα εργαστήρια των μεγάλων κομμάτων και από την άλλη η εκμετάλλευση αυτών των ανθρώπων-μεταναστών με όλα τα
αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά (στέγαση, εργασία κλπ) πήρε τις ανάλογες διστάσεις. Έτσι σήμερα μπορεί να απολαμβάνει τα «επιτεύγματά» της. Μόνο που στα «επιτεύγματα» αυτά
παρασύρεται ο ελληνικός λαός και εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους έναντι των αλλοδαπών, ιδιαίτερα των Αλβανών, κι αυτό γιατί δεν εμπιστεύεται όχι τους οποιουσδήποτε μετανάστες
(κάθε ελληνικό σπίτι έχει κι έναν μετανάστη...) αλλά τις αλλοπρόσαλλες κυβερνήσεις. Αυτό, για τον ελληνικό λαό, δεν αξίζει να στιγματίζετε ως ρατσιστικός και σε ορισμένες
περιπτώσεις από ορισμένα κέντρα να οδηγείται στο φανατισμό. Και λέμε λαό γιατί τη μπόρα τη φορτώνεται ολόκληρη. Λένε οι έλληνες, δε λένε μερικοί έλληνες.
Η εσκεμμένη μη καλλιέργεια του ελληνικού μορφωτικού-πολιτιστικού επιπέδου από τις προαναφερόμενες κυβερνήσεις, εκ των πραγμάτων συντηρεί το ρατσισμό, όπως
θέλουν πολλοί να λένε, και άλλωστε φαίνεται, ακόμα και αν το ρατσισμό, όλοι οι άνθρωποι, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, τον έχουν μέσα τους. Κι εκείνοι που τον έχουν
ακόμα πιο βαθιά μέσα τους είναι οι διάφοροι πολιτικοί ρήτορες, κάτι χρυσοκέντητοι ρασοφόροι και άλλοι διάφοροι κύκλοι, που σπάνια έως ποτέ εννοούν αυτό που λένε.
Όπως γράψαμε κι άλλη φορά, το ρατσισμό ο άνθρωπος τον φέρνει από γεννησιμιού του. Απ' τη στιγμή που το έμβρυο εγκαταλείψει τη μήτρα
της μάνας του, το πρώτο που θα κάνει είναι να επιλέξει το καλλίτερο μαστάρι για να βυζάξει. Επί πλέον σε πολλά νοικοκυριά εμφανίζονται κι άλλες περίεργες τάσεις (ακόμα και
σήμερα) μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, πολλές φορές «ρατσιστικές» με τα χαρακτηριστικά των επιλογών, προτιμήσεων και διακρίσεων. Από κει αρχίζει η διαμόρφωση της κοινωνίας,
εξελίσσεται στα σχολεία και πάει λέγοντας. Εκεί ακριβώς καλούνται οι κυβερνήσεις να παίξουν το ρόλο τους δίνοντας λύσεις. Τώρα κατά πόσο η δίπολη πολιτική Ελλάδα πέτυχε να
κοινωνικοποιήσει τους Πολίτες της, αυτό το είδαμε στα πρόσφατα γεγονότα.
Η εμφάνιση ή επικράτηση του ρατσισμού από μερίδες Πολιτών των δύο Χωρών, όπως αυτός τις τελευταίες μέρες παρουσίασε μια έξαρση και στις δυο γείτονες χώρες,
δεν είναι τυχαία και το ποδόσφαιρο απλά χρησιμοποιήθηκε σαν αφορμή ή σαν πολιτικό δόλωμα, το οποίο περιστρέφεται στους ιμάντες των ξένων κέντρων. Αυτό δεν πρέπει στιγμή να το
ξεχνάει κανείς. Από κει και μετά η κάθε Χώρα και λαός σίγουρα έχουν και προσπαθούν να δώσουν κάτι δικό τους. Κι αυτό πρέπει να μετράμε.
Παρεμπιπτόντως, η Αλβανία κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του 21 έδωσε τον καλλίτερο εαυτό της ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Το ίδιο έκανε και κατά την
υποχώρηση των ανταρτών του δημοκρατικού στρατού στο τέλος του εμφυλίου Πολέμου. Αν τότε η Αλβανία έκλεινε τις πόρτες της η σφαγή θα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Αυτά είναι όντως
επιτεύγματα και δε τα αγνοεί κανείς.
Σήμερα, με όσα συμβαίνουν στις μέρες μας, χωρίς να θέλουμε να δικαιολογήσουμε ή να καταδικάσουμε τους Έλληνες ή τους Αλβανούς, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο
Έλληνας Πολίτης φοβάται για την εθνική του ακεραιότητα. Ακόμα και αν πρόκειται για εξτρεμιστικές ή εθνικιστικές ομάδες Αλβανών, που αναφέρονται για μια «μεγάλη» Αλβανία, ο
Έλληνας αντιδρά κι εκεί, κατά την ταπεινή μας άποψη, συνίσταται και η ένδειξη του ρατσισμού. Παράλληλα ο Έλληνας Πολίτης έχει δείξει αρκετά καλά δείγματα γραφής, όπως έχει
δείξει και άσχημα έναντι των μεταναστών. Επί πλέον μένει άλυτο το πρόβλημα των μειονοτήτων και από τις δύο πλευρές. Δηλαδή, φωτιά από δω, φωτιά από κει κάπου θα εκραγούν και οι
Πολίτες. Κι αυτό έγινε με το ποδόσφαιρο.
Από μεταναστευτική πείρα αναφέρουμε ότι η χειραγώγηση των μεταναστών από τους Έλληνες Πολίτες αποτελεί προϋπόθεση αναγκαία για τη συνύπαρξη και την ειρήνη
και αντίστοιχα οι μετανάστες στην Ελλάδα, βεβαίως και οι Αλβανοί, οφείλουν περισσότερο σεβασμό στη Χώρα φιλοξενίας ή και σαν Χώρα ενσωμάτωσής τους. Η αυτογκετοποίησή τους, όπως
συμβαίνει σε πολλά χωριά στην ελληνική περιφέρεια, δεν είναι το καλλίτερο και δημιουργεί δυσπιστίες-υποψίες. (Μαρτυρίες Ελλήνων Πολιτών). Πέρα απ' αυτό
«κακοί» υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Το ζητούμενο είναι να προφυλαχτούν οι «καλοί». Και η προστασία των «καλών» δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
Τέλος από τη μια καλά κάνανε και γιορτάσανε με τις σημαίες τους οι Αλβανοί τη νίκη τους στην Ελλάδα. Μήπως εμείς δεν κάναμε το ίδιο στην Πορτογαλία; Πού
είναι το κακό και πού είναι το λάθος. Εδώ πρόκειται για ρατσιστικές εξάρσεις. Και από την άλλη κακώς κάνανε οι Αλβανοί στη Χώρα τους να αναρτήσουν πανό γράφοντας «Εδώ δεν είναι
Πορτογαλία...» Καλά, αυτά τα κάνανε μερικοί άθλιοι θερμοκέφαλοι. Όμως η Αλβανία έχει και μια κυβέρνηση. Δεν είδε αυτό το πανό και να το κατεβάσει; Κι αυτό συντέλεσε στην
ακαριαία «έκρηξη» μερίδας Ελλήνων Πολιτών.
Κλείνοντας, σε μια ρευστή από κάθε άποψη εποχή, σε μια εποχή που καταργούνται τα σύνορα, σ' έναν Κόσμο γυάλινο αλλά «ελεύθερο» που
παγιδεύεται στην ύλη, στα ναρκωτικά, στην πορνεία και στο έγκλημα, σε μια πολυπληθυσμιακή κοινωνία (Πολυπολιτισμικές κοινωνίες Πολιτών!!) που ανήκει και ο ευρωπαίος και ο
Βαλκάνιος, που καταπιέζονται από την ανεργία, την αβεβαιότητα και χάνουν αξίες και ιδανικά, σ' αυτόν τον Κόσμο ο ρατσισμός βρίσκει απόλυτα τη θέση του.
Μένει μόνο η χειραφέτηση από τη μια προς τους συνανθρώπους μας, και ο αποκλεισμός από την άλλη σε κάθε κατάλοιπο που συντηρεί το ρατσισμό.
Ε.Ε.-Γερμανία, Σεπτέμβριος 08.09.2004
Vaios Fasoulas