Αν θες
στο Παράδεισο να πας
γιέ, μυσαρέ, της σκύλλας
το χέρι πρέπει να φιλάς
κι' ας έχει την οσμή ψαρίλας.
Το πουγγί θ' αφήνεις στο παγκάρι
μ' όλες τίς κάρτες και το
χρήμα
πριχού ο διάολος σε πάρει
και χάσω ένα πελάτη, κρίμα!
Λύτρωση πουλώ και ψυχοπάθεια,
όχι καφέ με μπακλαβάδες.
Γιομάτα θα φέρνεις τα καλάθια
προσφορές, μπόλικες οκάδες.
Έχω εικόνες που δακρύζουν
και κόκκαλα αγίων άπειρα,
τα λαδερά ποτάμια ξεχειλίζουν,
καραβάνια κουβαλώ τα λάφυρα.
Σαν σουλτάνος τη βολεύω,
έχω τ' αλάθητο, το επιτρεπτό,
εγώ, μόνο τίμια σε κλέβω
γιατί αντιπροσωπεύω το Θεό.
Μπορεί να είμαι τεμπελάκος
κι' ολίγον τι παχύς
σαν τράγος είμ' όμως βαρβάτος,
αν αμφιβάλλεις σκύψε να πεισθείς.
Θα σε ποτίζω αίμα κάθε Κυριακή
ανθρωποφάγο θα σε κάνω και τελώνι,
γιατί ένα είν' το καλό το μαγαζί
π' όλα τα σφάζει και τα μαχαιρώνει.
Δεν θα φέρνεις αντιρρήσεις,
τα χωρατά εγώ δεν τα σηκώνω
θα γονατίζεις χάμω και θα γλύφεις
γιατί άμα λάχει σε... ξανασταυρώνω.
Στις δυσκολίες δεν τα χάνω,
απ' όσα λες δεν δίνω πυρετό
με το στόμα πάντα κλάνω
και σου μιλώ με τον πρωκτό.
Να ξεφύγεις μη τολμήσεις
και πας σε στάνη αλλουνού
τη λέπρα του Γεζή θα αποκτήσεις
είναι και τούτο θέλημα Θεού.
Στ' όνομά Του σπέρνω πτώματα,
συκοφαντώ, ψεύδομαι και κλέβω
μου δίνει Αυτός τα δικαιώματα,
να σ' εξαπατώ, να σε σκυλεύω.
Του συμφέροντός μου δούλο
(έτσι σε θέλω, έτσι σε βαφτίζω)
δεμμένο στο παχνί σαν μούλο
σε δέρνω, με υπακούς, σε
καθορίζω.
Απ' όλα του Θεού τα ζωντανά
γουστάρω πιό πολύ τα αγοράκια
διότ' έχουν βελούδινα αχαμνά
και σφιγμένα κωλαράκια.
Έκανα Καμικάζι τους πολλούς
να μη τις φάω για το Ψέμμα,
σαν Αυτόν που πέθανε γι' αυτούς
εκείνοι να πεθάνουνε για μένα!
Σημεία θα γινούν και τέρατα,
λύσσα έχω μέσα μου και σαματά,
στο καλιμαύκι κρύβω κέρατα,
κάτω απ' τα ράσα μου ουρά.
...Ποιός είμαι εγώ βρε
κουτορνίθι;
Μπας κι' είμαι, νόμισες, παπάς;
Εάν στίψεις το ξερό σου
κολοκύθι
θα βρείς πως είμ' ο 'Αγιος
Σατανάς!!!
"Του Κυρίου δεηθώμεν
φέρτε προσφορές να
τρώμεν!"