Εμείς οι Καλαβρυτινοί,
γενιά μάλιστα οι περισσότεροι μετακατοχική,
μεγαλώσαμε ως μαθητές του Γυμνασίου
Καλαβρύτων, με τα μνήματα των
θυμάτων απέναντι απ'
τα παράθυρα του σχολείου μας. Και
πίσω από τα κυπαρίσσια είχαμε ως
φόντο, το λόφο του Καπή, το θυσιαστήριο.
Δεν ζήσαμε το
γεγονός της θυσίας, αλλά έμειναν βαθιά
χαραγμένα στη μνήμη μας τα μνήματα,
ο λόφος με τις στήλες των ονομάτων
και πολλά επετειακά γεγονότα,
διηγήσεις και αναφορές. Εντυπώθηκε έτσι
καλά στο υποσυνείδητό μας η θυσία.
Πέρασαν πάνω από
εξήντα χρόνια από τότε, άρα πιο ψύχραιμα
και πιο ώριμα μπορούμε να μιλήσουμε
γι αυτή. Και αν τα πρώτα χρόνια κυριαρχούσε
το συναίσθημα, στα τωρινά προβάλλει
επιτακτικά το δίλημμα: ή να
εμβαθύνουμε στη θυσία ή να
εμπορευθούμε το γεγονός.
ΙΙ. Το ολοκαύτωμα
ως κυριολεκτική έννοια.
Διαβάζουμε στα
λεξικά πως κατά κυριολεξία ολοκαύτωμα
είναι «1. το θύμα, καιόμενον εξ
ολοκλήρου επί της πυράς. 2. παν το
εξ ολοκλήρου εκ πυράς καταστρεφόμενον.
3. μτφ. ολοκληρωτική θυσία, ιδ.
χάριν υψηλών ιδανικών»1 ή
«Ολοκαύτωμα (το) ουσ. [ < ολοκαυτώ <
ολόκαυτος < όλος + καίω] καθετί που
καταστρέφεται ολοκληρωτικά από τη
φωτιά / μτφ. ολοκληρωτική θυσία, ιδ.
για κάποιο ιδανικό»2.
Είναι γενικά
γνωστό πως το ολοκαύτωμα, ως πραγματικό
γεγονός, ήταν ένα είδος θυσίας κατά
τη λατρεία προς εξευμένιση ενός
ακραία «οργισμένου» θεού. Ήταν δηλαδή
μια κορυφαία λατρευτική πράξη. Στην
περίπτωση αυτή το «σφάγιο»
προοριζόταν εξ «ολοκλήρου» για
τη θεότητα και γι αυτό καιγόταν
ολόκληρο. Έτσι κανείς δεν μπορούσε
να φάει απ'
αυτό.
Πρέπει να υπογραμμισθεί
πως αυτό γινόταν στα χθόνια τελετουργικά,
όχι μόνο της αρχαίας Ελλάδας3,
αλλά και σ'
αυτά των λεγομένων πρωτόγονων4
λαών. Να σημειωθεί ακόμη εδώ, πως τα
σφάγια στην πρώτη φάση ήταν εκτός από
ζώα και «ανθρώπινα εξιλαστήρια
θύματα», ως «καθάρματα». Τότε, βασικό
χαρακτηριστικό ήταν η κατάλυση του
ατομικού από το ομαδικό (μαζικό).
Δεν υπήρχε καν η έννοια «ατομικά
δικαιώματα».
Έτσι λοιπόν
δικαιολογούσαν τη σφαγή και θυσία
του λεγόμενου «φαρμακού». Αυτός ήταν
«ένας περιθωριακός» άνθρωπος της
κοινωνίας, που γι αυτό «φαινόταν
εξοικειωμένος με το κακό και την
ενοχή και επιδεκτικός του κακού,
τρεφόταν με ιδιαίτερα ισχυρά τροφή,
που βέβαια τον συνέδεε στενά με την
πόλη. Εφ όσον ο φορτωμένος φαρμακός
εξέλιπε, η ενοχή, όπως πίστευαν, έπαυε
να υφίσταται»5!
Έχομε όμως και
περιπτώσεις που το σφάγιο ήταν
ανθρώπινη «απαρχή», δηλαδή το πρώτο
παιδί, ως γέννημα του πατέρα. Τέτοια
περίπτωση είναι ο μύθος της θυσίας
της Ιφιγένειας, που τελικά
αντικαταστάθηκε με ζώο. Έτσι εδώ «απηχείται»
η ύπαρξη παλαιότερου λατρευτικού
θεσμού με ανθρωποθυσίες.6
Επίσης στο σημείο
αυτό πρέπει να θυμηθούμε και την ιστορία
της «θυσίας του Ισαάκ», από τον
πατέρα του Αβραάμ, όχι μόνο ως απαρχή
του, αλλά και ως απόλυτα μοναδική.
«Ο Θεός είπε: πάρε τον αγαπημένο σου
Ισαάκ, ναι, τον γιο σου τον οποίο
αγάπησες και πήγαινε σε ψηλό μέρος
και πρόσφερε αυτόν <<εις ολοκαύτωσιν>>
σε ένα από τα όρη, όπου θα σου
ορίσω». Στο τέλος όμως και ο Ισαάκ
αντικαταστάθηκε από πρόβατο7.
Όσο εξελισσόταν ο
θρησκευτικός πολιτισμός, στις θυσίες
έχομε μόνο ζώα και προσφορές των απαρχών
από φυτικούς καρπούς. Στις περιπτώσεις
αυτές οι τροφές συνήθως προσφέρονταν
στην ομάδα-κοινότητα, πλην του αίματος
και των εντοσθίων.
Είχαμε όμως σε
ειδικές περιπτώσεις και εξαιρέσεις.
Σ' αυτές γινόταν
ολοκαύτωμα, δηλαδή πλήρης καύση,
οπότε η ομάδα δεν έτρωγε. Η προσφορά
στην θεότητα ήταν ολοκληρωτική.
ΙΙΙ. Το ολοκαύτωμα
στην Παλαιά Διαθήκη.
Ειδική μνεία
απαιτείται στο ζήτημα των θυσιών
στην Π.Δ., κυρίως διότι έχουν ένα
συμβολικό χαρακτήρα για τη ζωή πρώτα
- πρώτα των ίδιων των Εβραίων και
αργότερα των χριστιανών, όπως θα
φανεί παρακάτω.
Το κυριότερο βιβλίο
(όχι όμως και το μοναδικό), που
αναφέρεται σ'
αυτές, είναι το Λευιτικό ή Βαγικρά,
όπως ονομάζεται από τους Εβραίους. Αποτελείται
από 27 κεφάλαια και αναφέρεται σε
όλα τα είδη θυσιών (αιματηρών και
αναίμακτων), το τυπικό, τον χρόνο,
τον τόπο και τους λόγους, ώστε «να
είναι ευπρόσδεκτες στον Κύριο».
Όλο το α΄ κεφάλαιο
του Λευιτικού αναφέρεται στα ολοκαυτώματα!
Τα προσφερόμενα (αρσενικά) ζώα πρέπει
να είναι άμωμα, δηλαδή ακέραια χωρίς
κανένα σωματικό ελάττωμα. Ο προσφέρων
θα κάνει πρώτα χειροθεσία στην κεφαλή
του ζώου, θα σφάξουν το ζώο στην
ομάδα «ενώπιον του Κυρίου» και οι ιερείς
θα χύσουν το αίμα στο θυσιαστήριο.
Τα πάντα θα καούν. Οι ιερείς δε, δεν
μπορούν να είναι ακάθαρτοι8.
Για να κατανοήσουμε
την έννοια της «καθαρότητας», χρειάζεται
να διαβάσουμε το κεφάλαιο 19, που
είναι το κεφάλαιο της κοινωνικής
αλληλεγγύης και αγάπης. Ενδεικτικά
αναφέρω το «δεν θα συμπεριφέρεσαι
με δόλο μεταξύ των ομοεθνών σου
και ποτέ δεν θα λάβεις φονικές
αποφάσεις εναντίον του πλησίον σου.
Δεν θα χειροδικείς και δεν θα τρέφεις
οργή ενάντια στους συμπατριώτες σου
και (θα) αγαπήσεις τον πλησίον
σου ως εαυτόν. Εγώ ειμί Κύριος»9.
Αργότερα ο Δαυίδ
(περί το 1000 π.Χ)10,
κατά τον γνωστό Ν΄ ψαλμό της
μετάνοιάς11 του, θέλοντας
να επιμείνει στο βαθύτερο περιεχόμενο,
τραγούδησε: «Ότι, ει ηθέλησας θυσίαν,
έδωκα αν, ολοκαυτώματα ουκ
ευδοκήσεις»12. Δηλαδή
εάν ήθελες μια απλή νομική θυσία θα
Στην έκανα για να εξιλεωθώ, αλλά δεν
αποδέχεσαι ούτε τα ολοκαυτώματα με
ευμενή διάθεση (ευδοκία).
Αξίζει να
σημειωθεί πως την επόμενη περίοδο,
που οι προφήτες παίρνουν τον λόγο,
αυτό επισημαίνεται συχνά. Ενδεικτικά,
αναφέρω τον Ησαΐα (740 π.Χ.-701),
«λέγει ο Κύριος: τι να το κάνω το
πλήθος των θυσιών σας; Είμαι
πλήρης και χορτασμένος από ολοκαυτώματα».13
Επίσης ο «Μαλαχίας» (περί το 460
πΧ.) επιμένει: «δεν ευαρεστούμαι
πλέον από σας, λέγει ο Κύριος Παντοκράτωρ,
και δεν θα δεχτώ πλέον θυσίες
από σας».14
IV. Η συμβολική -
πνευματική σημασία του ολοκαυτώματος,
μετά τη θυσία του Θεανθρώπου.
Η θεληματική
θυσία του Ιησού, ως αποκορύφωση
της αμέτρητης αγάπης Του, αλλά άδικη
ως καταδίκη και σταύρωσή Του από τη
μεριά των ανθρώπων, άλλαξε
οριστικά τη σημασία όλων των
θυσιών, άρα και των ολοκαυτωμάτων,
όπως ξεκαθαρίζει ο Ευαγγελιστής
Μάρκος 15. Έκτοτε ο όρος
προσέλαβε μεταφορική και συμβολική
σημασία για τους χριστιανούς. Εξηγώντας
ο 'Αγιος
Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809
μ.Χ.) τον μνημονευθέντα στίχο του Δαβίδ,
επιμένει σ΄ αυτό.16
Ήδη, ο Ωριγένης (εκκλησιαστικός
συγγραφέας του 3ου μ.Χ.
αι.) έγραφε: «Αν αγαπώ τους αδερφούς
μου ως τη θυσία της δικής μου ζωής,
αν ο κόσμος σταυρώνεται μαζί μου και
εγώ με τον κόσμο, προσφέρω ολοκαύτωμα
στο βωμό του Θεού και είμαι ιερέας
της δικής μου θυσίας».17
'Αλλοι πατέρες αργότερα, στο
ίδιο θεολογικό πλαίσιο, αναφέρουν
ενδεικτικά: «Κανείς δεν μπορεί να μετέχει
στη θυσία, αν πρώτα δεν προσφέρθηκε
ο ίδιος ως θύμα» 18
('Αγιος
Γρηγόριος ο Θεολόγος) και «προετοιμάστηκε
να προσφέρει τον εαυτό του ως
θύμα στη μυστική θυσία που δεν
είναι τίποτε άλλο παρά ο ίδιος ο
εαυτός του» 19 ('Αγιος
Γρηγόριος Νύσσης).
Ο δε
'Αγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής 20
(580 - 662 μ.Χ.) διατυπώνει και
συγκεκριμένες εικονολογικές αναλογίες:
1). «Διότι είναι
σύμβολο του Θεού το θυσιαστήριο,
πάνω στο οποίο θυσιαζόμαστε όλοι
πνευματικά και παραχωρούμε αυτή
την αγγελία και σ'
αυτούς (που αισθάνονται ) αδύναμοι,
για να ζήσουμε»21.
2). «Η βάση
του θυσιαστηρίου είναι τύπος της
πίστης, διότι θεμέλιο υπάρχει η
πίστη μας, η οποία βαστάζει όλη την
οικοδομή των θείων και έργων και
νοημάτων »22.
3). «Διότι ο τέλειος,
όχι μόνο πέρασε από την τάξη των
αρχαρίων, αλλά πέρασε σταδιακά
και αυτή (την τάξη), όπου ανήκουν
όσοι έχουν προκόψει πνευματικά, (επομένως)
δεν αγνοεί τους λόγους που κρύβονται
στις εντολές της νομικής θυσίας,
αφού στο τέλος τρώγει όλη τη σάρκα
των αρετών μέσα από τα έργα
(της ασκητικής αγάπης)»23.
Γνωρίζουμε πως η
αληθινή - μη
υποκριτική - βίωση του ορθοδόξου
τρόπου ζωής οδηγεί σταδιακά σε μια
ζωή με σαφή θυσιαστικό προσανατολισμό,
και εκδηλώνεται άλλοτε στο προσωπικό
και άλλοτε στο συλλογικό επίπεδο.
Χαρακτηριστικές,
και με τοπικό ενδιαφέρον,
είναι οι βίοι δύο Αγίων, που έχουν
πνευματικά χαρακτηριστικά ολοκαυτώματος.
Πρόκειται για τους τιμώμενους, δίπλα
μας στην Αγία Λαύρα,
'Αγιο Αλέξιο24 και
'Αγιο
Φιλάρετο,25 που βίωσαν
μια τέτοια θεληματική «ολοκαυτωματική»
ζωή, μέχρις εσχάτων.
Τέτοιες θεληματικές
εκδηλώσεις θυσίας πολλές φορές στην
ιστορία της Εκκλησίας έχομε και
στο συλλογικό επίπεδο. Μάρτυρες
που θυσιάστηκαν ως ολόκληρη οικογένεια,
όπως π.χ. ο 'Αγιος
Ευστάθιος, ως ομάδα, όπως οι
'Αγιοι
Σαράντα μάρτυρες, αλλά και ως
μοναστήρι, όπως το Κούγκι και το
Αρκάδι.
V. Επίλογος.
Κλείνοντας αυτή
τη σύντομη αναφορά, ανακύπτει ένα
ερώτημα. Ποιο το πνευματικό
αντίκρισμα της θυσίας των 1300 Καλαβρυτινών
σήμερα;
Όσον αφορά στα
θύματα, μπορεί να μην επιζήτησαν
εθελοντικά τη θυσία τους, όμως γενναία
έδειξαν ότι μπόρεσαν να την υποστούν,
όχι σαν «εξιλαστήρια θύματα» των
Γερμανών φασιστών, αλλά ως μάρτυρες
του ελεύθερου φρονήματος.
Όσον αφορά στους
θύτες, βρέθηκαν πίσω και από τις πιο
πρωτόγονες λατρευτικές θυσίες, αφού
ξεπέρασαν ακόμη και αυτές σε
αγριότητα.
Τέλος, όσον αφορά
εμάς τους ίδιους, οι μάρτυρες αυτοί
είναι ένα υπόδειγμα αυτοπροσφοράς,
τόσο σε προσωπικό (εσωτερικό) επίπεδο,
όσο και σε συλλογικό (κοινωνικό)
επίπεδο. Αν και για τα μέτρα της
ατομοκεντρικής μας ζωής η θυσία
αυτή μοιάζει παράταιρη και
ακατανόητη, δεν είναι πάντως μάταιη.
Συνεχίζει να είναι μέτρο ζωής που
νικά τη βαρβαρότητα.
Πρόκειται για
πρόκληση αναμέτρησης της δική μας
αξιοπρέπειας. Και με αυτό το μέτρο
επομένως μπορούμε να πορευόμαστε
ανάλογα, αλλά και να κατανοούμε βαθιά
τα σύγχρονα πνευματικά, εκκλησιαστικά,
κοινωνικά, πολιτικά και ιστορικά
φαινόμενα.
Έτσι βρισκόμαστε
απέναντι στο αμείλικτο δίλημμα της
εμβάθυνσης μιας ηρωικής θυσίας ή της
εμπορίας ενός σημαντικού ιστορικού γεγονότος.
Η επιλογή της πρώτης δυνατότητας καταξιώνει
την συνέπεια και τη συνέχειά μας μέσα
στο χρόνο. Αναδεικνύει δηλαδή την
πνευματική μας συγγένεια με τα
θύματα του ολοκαυτώματος. Αντίθετα,
η επιλογή της δεύτερης δυνατότητας,
στιγματίζει κυνικά τη επιπολαιότητα
μιας ζωής που σκυλεύει απλά το
θάνατο για να επιβιώσει.
Καθηγητής φυσικής,
πτ. θεολογίας,
Οβρυά Πάτρας, 24-10-2004
pbourdalas@sch.gr
Διατί τα ολοκαυτώματα,
ήγουν οι θυσίαις οπού εκαίοντο όλαις
εις τον Θεόν, αυταίς ήτον πλέον
τιμιώτεραις από τας άλλας, ώστε ο Δαυίδ,
αγκαλά και μετά ταύτα επρόσφερε θυσίας
εις τον Θεόν, αλλ'
όμως εποίει τούτο, ένα μεν ταύτα
επρόσφερε θυσίας εις τον θεόν, αλλ'
όμως εποίει τούτο, ένα μεν χωρίς την
προαίρεσίν του, δια μόνην την προσταγήν
του Νόμου (όστις κατά συγκτάβασιν
επρόσταξε τούτο, ως είπομεν εις τον
μθ΄ Ψαλμόν, στιχ. 9), και άλλο δε
ότι ακόμη δεν είχεν έλθει ο καιρός
της καινούργιας θυσίας του Ευαγγελίου
της χάριτος, ήτις είναι η δι'
αινέσεως και η αναίμακτος των θείων
Μυστηρίων». ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΨΑΛΜΩΝ, Ευθυμ.
Ζιγαβινού -
Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, τομ. Α΄,
σελ. 739-740.