Δεν πρόκειται απλά και μόνο για μια χρόνια παθογόνα κατάσταση από την οποία κατατρύχεται το Ελλαδικό
πολιτικό σώμα. Πρόκειται για μια πραγματική μάστιγα η οποία, ιδιαίτερα κατά τις περιπτώσεις κρίσεων και εντάσεων, παίρνει ασύλληπτες διαστάσεις. Γίνεται συνώνυμο τόσο της
κυβέρνησης όσο της αντιπολίτευσης αν δεν είναι και στις υπόλοιπες περιόδους, τις ήρεμες, χωρίς όμως να γίνεται αντιληπτό.
Το ψέμα με σκοπό την εξαπάτηση των πολιτών, ως μέσο δηλαδή του κυβερνάν, συναντάται και στις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ο φενακισμός, γιατί περί αυτού
πρόκειται, δεν είναι ούτε τοπικό φαινόμενο ούτε τωρινό. Όμως μπορεί να πει κανείς ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι θεσμικές όσο πολιτικές και ηθικές παράμετροι, κάτι κάνουν. Η
κατάσταση βρίσκεται υπό κάποιο έλεγχο. Υπάρχει ένα μέτρο.
Δεν συμβαίνει το ίδιο εδώ, όπου ειδικά την τρέχουσα περίοδο, όπως άλλωστε και σε κάθε περίοδο κρίσης, η κυβέρνηση θυμίζει την πόλη που, αντίθετα με τις
γραφές, δύναται κρυβήναι επάνω όρους κειμένη. Η δε αντιπολίτευση μοιάζει με την πρώην εκείνη κρατική επιχείρηση που δράττεται της ανακατωσούρας, ώστε να ξεχρεωθεί. Πράγματα τα
οποία φαίνονται από χιλιόμετρα μακριά.
Να ήταν τουλάχιστον καμιά από τις παλιές ταινίες που έχουν ξαναπαιχτεί, πάει και έρχεται. Όμως αυτές δεν βλέπονται. Εδώ στην κλασσική Αθήνα βαρέθηκαν μέχρι
το δίκαιο Αριστείδη, πόσο μάλλον αυτούς, τους νέους τριάκοντα, που συν τοις άλλοις είναι και άδικοι. Όπως επίσης τους εκ των πέντε αθηναϊκών τηλεοπτικών σταθμών. Αυτό το νέο
Πεντάγωνο απέναντι στο οποίο το παλιό ωχριά τόσο ως προς την ιστορία όσο ως προς το χρόνο. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι τα δεκάλεπτα «επίκαιρα» πριν από τις ταινίες της
δικτατορικής περιόδου, κατέληξαν σήμερα να γίνουν ατέλειωτες ώρες. Όπως το μυστρί που έγινε Μιστράς.
Ο λόγος για την αρχή της τηλεοπτικής επικουρικότητας. Την ευγενή αυτή στήριξη κυβερνώντων και αντιπολιτευόμενων που τους κάνει να νομίζουν ότι δεν υπάρχει
άλλος κανείς σε αυτό τον τόπο. Πρέπει όμως το ζήτημα να εξεταστεί μέσα από μια ακόμη οπτική. Ως αναπαραγωγή και διαιώνιση μιας κλασσικής, ημεδαπής και αυτής, κατάρας. Γίνεται
πολλές φορές λόγος για τη γενέθλια χώρα της πολιτικής και της Δημοκρατίας, ωστόσο όμως ποτέ δεν αναφέρεται κανείς στο έκτοτε κληρονομημένο δικομματικό μοντέλο.
Είναι αυτό το οποίο ακυρώνει την πολιτική όσο και τη Δημοκρατία, καθιστάμενο ταυτόχρονα ανυπέρβλητο. Αήττητο επί χιλιετίες. Αυτός είναι ο κανόνας. Τα οράματα
σε αυτή τη χώρα ευδοκιμούν τελικά μόνο σε περίοδο εξαίρεσης, προτού περιπέσει και αυτή στην κατηγορία του κανόνα. Στη χάση και στη φέξη δηλαδή της ιστορίας. Δυο τρεις φορές τον
αιώνα. Οπότε, αγαθή τύχη και πολύ μεγάλη, να τη ζήσει κανείς. Πόσο μάλλον να συμβάλει.
Η μόνη μορφή Δημοκρατίας που θα επιτρέπεται έως τότε είναι η μεταξύ των δυο πολιτικών εταίρων του ίδιου καθεστωτικού διπολικού συστήματος. 'Αλλωστε
ούτε ο ένας ούτε ο άλλος προτίθενται ποτέ να τα βάλουν με την παρακμή. Και πως να την απειλήσουν, όντας οργανικά της μέρη. 'Αλλο τώρα αν οι μικροί ή
μεγαλύτεροι ιστορικοί κύκλοι που διαδέχονται ο ένας τον άλλον είναι στην ουσία τους, φαύλοι κύκλοι. 'Αλλο επίσης το αν η χώρα στήνει συστηματικά την
ιστορία στο ένα μετά το άλλο ραντεβού.
Μακάρι το πρώτο αυτό εθνικό και πολιτικό ζήτημα να ήταν ιατρικής φύσεως. Ακόμη και να σήκωνε η επιστήμη τα χέρια της. Ενδεχόμενα να επικαλεστεί και τη
μεταφυσική, το θαύμα. Το πολύ πολύ να ακολουθούσε το μοιραίο. Τουλάχιστον θα υπήρχε μια νέα αρχή. Δυστυχώς δεν συμβαίνει το ίδιο όταν σηκώνει τα χέρια η πολιτική γιατί τότε
ενδημούν φαινόμενα νεκρανάστασης. Η δευτέρα παρουσία του παλιού είναι στην ημερησία διάταξη. Το πραγματικό νέο έχει τότε να επιλέξει ανάμεσα στην απομόνωση και την ευθανασία.
'Αντε τη ζωή του φυτού.
Μπορεί ακόμη και η εκκλησία να σπεύδει πολλές φορές να διευκρινίσει τα περί ποιμνίων -δεν είναι άλλωστε και το πιο ωραίο να θεωρείται κανείς πρόβατο- όμως οι
θεματοφύλακες της Δημοκρατίας των τσελιγκάτων, δεν έχουν πει ποτέ λέξη. Κανείς τους δεν την αποκήρυξε δημόσια αν δεν γελάνε κάτω από τα μουστάκια τους, όταν κάποιος τους το
θυμίζει. Ποια Δημοκρατία λοιπόν. Ούτε υπήρχε επί των πρόσφατων πρώην ούτε επί των νυν. Μοιάζουν σαν μέλη της ίδιας οικογένειας. Μήπως στις οικογένειες δεν διαφωνούν ή μήπως δεν
καυγαδίζουν; Η φράση «για το θεαθήναι» δεν έπεσε από τον ουρανό.
Δεν θα ξεχάσω μια τέτοια περίπτωση δυο αντίπαλων αξιωματούχων στη Βουλή, μετά το τραγικό συμβάν με το ελικόπτερο. Θυμήθηκα τον μακαριστό Σεραφείμ. Ίσως
εκείνος τους ανακαλούσε από το φενακισμό που ξεχείλιζαν, στην τάξη, με το δικό του τρόπο. Κραδαίνοντας, όπως συνήθιζε, την αγιαστούρα. Η πολιτική διάγνωση δεν είναι
διαφορετική. Η επίρριψη των πολιτικών ευθυνών στο ένα ή το άλλο Γενικό Επιτελείο, έχει την αφετηρία του στην ίδια παθολογία. Τόσο σήμερα όσο χθες. Δεν υπάρχει κεντροδεξιό και
κεντροαριστερό ρεντίκολο. Ένα είναι και το αυτό. Όπως ο φενακισμός. Ούτε επειδή οι πρώην μετέθεσαν τις ευθύνες στην περίπτωση των Ιμίων, όπως και αλλού, δημιουργείται πηγή
δικαίου για τους νυν. Να επαναλάβουν τα ίδια.
Δεν ξέρω ποιο θα είναι το νέο προϊόν της λαϊκής πολιτικής σημειωτικής μετά από το μαντρί και το γνωστό τραίνο. Ίσως να είναι το δέντρο που αναφέρθηκε
πρόσφατα ο απερχόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Γιατί όντως τα δυο πρώτα εκτός από άστοχα είναι και εξωπραγματικά. Γιατί, πέραν των άλλων, η χώρα δεν διαθέτει ούτε κτηνοτροφία
ούτε σιδηροδρομική. Όμως αν και το πλέον επίκαιρο, έστω και ξένο πρότυπο, για μια ελληνική Δημοκρατική πολιτική παράταξη, μπορούσε να είναι η Ρωσίδα αθλήτρια του επί κοντώ
Σιμπάγιεβα, η οποία δεν έμεινε μόνο στο ανέβασμα του πήχη, όπως πολλοί επαναλαμβάνουν συχνά, αλλά τον υπερέβη, κάνοντας μάλιστα και παγκόσμιο ρεκόρ, εντούτοις δεν θα διαφωνήσω
και με το δέντρο.
Αρκεί όσοι το αναφέρουν να ξέρουν στοιχειώδη κηπουρική. Δεν το επικαλούμαι λόγω ονόματος ούτε λόγω καταγωγής. Επιπλέον διατηρώ μεγάλο και αποδεδειγμένο
σεβασμό προς τον Κωστή Στεφανόπουλο. Χειρίστηκε άριστα το Ελληνικό δέντρο κατά την ενώπιον του Κλίντον μνημειακή εκείνη ομιλία που εξέφρασε το συλλογικό αίσθημα της εθνικής
αξιοπρέπειας. Εξ ου και η δεύτερη ψήφος μου στη Βουλή το 2000, έστω και αν δεν την είχε ανάγκη, όπως την πρώτη φορά, το 1995.
Μένει μόνο μια σκιά. Αποχωρών από το Προεδρικό ίσως σε κάποιο απολογισμό αναφερθεί στο άστοχο εκείνο κλάδεμά του, της περασμένης άνοιξης. Πρώτον ως προς το
χρόνο, κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας του εθνικού κλάδου, του κυπριακού Ελληνισμού πριν από το Δημοψήφισμα. Δεύτερον ως προς τον τόπο, το Μεσολόγγι, τη γη των ελεύθερων
πολιορκημένων. Αν το κάνει, θα τον ψηφίσω για τρίτη φορά. Αυτή τη φορά ως ιστορικό και ηθικό πολιτειακό πρότυπο. Μια ψήφος η οποία θα αξίζει ίσαμε δέκα βουλευτικές. Εννοώ σαν
τις δικές μου. Για να μην παρεξηγηθώ αλλά και για άλλους λόγους, ένας από τους οποίους είναι η οικονομία που τις έκανα.
Ο άνθρωπος δεν είναι ντουβάρι, λέει ο λαός. Όπως άλλωστε ο ίδιος ο λαός. Στα ντουβάρια και στις οικοδομές, γίνεται η σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας. Τα
γνωστά διαμερίσματα. Οι κλωβοί. Δεν μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο με την ανθρώπινη υπόσταση. Να υπάρχουν δυο χωριστοί κλωβοί. Της λογικής και των συναισθημάτων. Χωρίς δηλαδή να
επικοινωνούν. Ή συνυπάρχουν αρμονικά και παραμένουν εξ αδιαιρέτου ή όταν χωριστούν, τα αποτελέσματα, όπως πολλές φορές έδειξε η ιστορία, είναι οδυνηρά.
Αντίθετα, στην περίπτωση της Κύπρου, ακόμη και ένας καλός λόγος εκ μέρους της Ελλαδικής Πολιτείας και πολιτικής μπορεί να συμβάλει θετικά στην ψυχολογική
προετοιμασία και ενθάρρυνση της μαρτυρικής μεγαλονήσου να αντιμετωπίσει το ήδη προαναγγελθέν νέο κύμα ακόμη και πιο αφόρητων, αυτή τη φορά, διεθνών πολιτικών και διπλωματικών
πιέσεων. Η ψυχή της το ξέρει πως μόνη, κατάμονη, άντεξε κατά τον προηγούμενο γύρο, όταν όχι μόνο δεν την έχασε αλλά και αναδείχθηκε σε αρχέτυπο για όλους τους ιστορικούς λαούς
της οικουμένης. Αν κάποιος πήρε τελικά το συλλογικό χρυσό μετάλλιο του 2004, αυτός είναι ο Κυπριακός Ελληνισμός.
Συμφωνώ με τον Παπανδρέου ότι ο Καραμανλής δεν έκανε κάτι στην Ελβετία. Όμως και αυτό που εννοεί ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι όφειλε να
κάνει, θα ήταν ακόμη χειρότερο. Και εγώ δεν θα μπω στην προεκλογική λογική με τη γνωστή εκλογίκευση, του εκ δυο κακών το μη χείρον είναι βέλτιστον. Γιατί άλλοτε είναι και
άλλοτε δεν είναι. Δεν ισχύει δια πάσα νόσο κλπ. Γιατί μερικές φορές το μη χείρον είναι χείριστο.
Όμως ας πάμε στην ουσία. Το Κυπριακό όσο το περιφερειακό ζήτημα της χώρας μας, αποτελούν δυο τέτοιες περιπτώσεις. Μια θεραπεία είναι ένα διπλό MEA CULPA της
ως τώρα πολιτικής. Αυτής που ηττήθηκε πριν από λίγους μήνες. Μιλώ προφανώς για το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Μόνο η ιστορία της Δημοκρατικής παράταξης δεν φτάνει. Είναι σαν τις ρίζες.
Χρειάζονται επίσης τα κλαδιά, όπως ήδη αναφέρθηκε. Επίσης τα άνθη, ο καρπός. Η αληθινή πολιτική. Η οποία συνεχίζει να παραμένει παλαιόθεν έως και σήμερα και στους αιώνες,
μοναδικό αντίδοτο. Χωρίς αυτήν κανένα κόμμα στη γη δεν πρόκειται να αναγεννηθεί.
Πολλά μπορεί να συμβούν. Μια περίπτωση είναι να είναι ενωμένο και παράλληλα να σέρνεται. Απλώς στις κατά καιρούς κυβερνητικές κρίσεις θα δίνει την εντύπωση
ότι κάτι κάνει. Προφανώς θα πρόκειται για ψευδαίσθηση. Και όχι μόνο αυτό. Από την άλλη θα συνεχίζει να χάνει, όπως π.χ. στο περιφερειακό. Αυτό θα συμβαίνει όσο συνεχίζει να
σκέπτεται σαν το Μαξίμου της περασμένης οκταετίας. Υπάρχει επίσης η περίπτωση να διασπαστεί και να μην κάνει και πάλι τίποτε. Έχει ξανασυμβεί στην ιστορία. Το ζήτημα είναι η
πολιτική. Πολιτική και πάλι πολιτική.
Η τρίτη περίπτωση θυμίζει αυτό που συμβαίνει στη φυσική, όπου η διάσπαση απελευθερώνει ενέργεια, την κινητήρια δύναμη για την επίσπευση της εξαίρεσης, που
έλεγα στην αρχή. Αυτό νομίζω είναι αναγέννηση. Η επίσπευση της εξαίρεσης. Μια αποτυχημένη προσπάθεια ή και δυο δεν λένε τίποτε. Δεν είναι αμαρτίες. Γι αυτό δεν αισθάνομαι την
ανάγκη να κάνω αυτοκριτική. Απεναντίας. Θεωρώ μεγάλη τιμή το «επί της». Από αυτήν αντλώ επίσης δικαίωμα να μιλώ και να γράφω και από την διαδρομή. Όχι μόνο από τη σκέψη.
Αν πολιτική είναι πόλεμος με άλλα μέσα, όπως λέγεται, τότε τη θέση της ασπίδας οφείλει να πάρει η εξαίρεση. Όπως ένα πολιτικό πρόσωπο οφείλει να συνεχίζει
τον αγώνα για «την». Αυτό έκανα και κάνω. Πριν, κατά και μετά από τη Βουλή. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Δεν πιστεύω ότι κάποιος εκ των συναδέλφων μου θα θελήσει να
πάει από τις ασπίδες, στα σπαθιά και στους μυγιάγγιχτους. Γιατί τότε θα αντέτεινα ότι είναι καλύτερα να μη δέχεται κανείς μύγα στο σπαθί του από το να μη φαίνεται αυτό από τις
μύγες. Ο λόγος για το ηθικό ασυμβίβαστο. Το οποίο ούτε παλιά εφαρμόζονταν ούτε τώρα. Παραδείγματα πολλά. Και μικρά και μεγάλα. Σε όλο το Δημόσιο και δημοσιογραφικό βίο της
χώρας.
Εδώ κανόνας είναι ο φενακισμός. Αυτός κλείνει τις τρύπες. Κάνει τη μη διαφορά. Είναι ό,τι αναδίδει η Θεσσαλονίκη μετά και από τις δυο ομιλίες. Κατ αρχήν το
όραμα του Καραμανλή. Ένα πολιτικό πρόσωπο που έχει όραμα, δεν λέει τέτοια βαριά λόγια, «αυτό είναι το όραμά μου». Εγώ ντρέπομαι να το πω. Δεν το είπα ποτέ για τη Θράκη. Η
αλαζονεία δεν είναι τρόφιμο για να χρειάζεται πιστοποίηση. Ούτε οι αλλεπάλληλες επικλήσεις της ειλικρίνειας πιστοποιούν το αληθές. Όπως «η ώρα της περιφέρειας» δεν εξαρτάται
από πολιτικές και τηλεοπτικές πληθωρικές αναφορές κατά την έκθεση.
Γιατί η ιστορία όσο το παρόν δείχνουν ότι πρόκειται για μια μακρά, πολυετή αν όχι αιώνια ώρα. Πρόκειται για την περιφέρεια 2000 ποτέ.
Όσο τώρα για την ομιλία του Παπανδρέου, αν μπορώ να πω μια μόνο φράση, είναι: η μεν φωνή, φωνή Αναγνωστοπούλου, οι δε χείρες, χείρες Γιώργου. Και κάτι ακόμη
τελευταίο. Αν ο Καραμανλής έχει ένα όραμα, αυτό είναι να μείνουν τα πράγματα ως έχουν σήμερα. Να μην ευδοκιμήσει κανένα αναγεννητικό εγχείρημα. Ο «χρυσούς» του κανόνας είναι ο
παραδοσιακός. Όπως του πρώην ομολόγου του. Απλά φροντίζει το ντύσιμό του. Τα ηθικά επιχρίσματα. Όμως ο φενακισμός, φενακισμός.