«Ο Ελληνικός
γαστρονομικός πολιτισμός είναι
μεγάλος πλούτος. Δεν είναι προϊόν
προς αποκομιδή. Είναι πολύ σοβαρή υπόθεση
ώστε να συνεχίσουν να τη «διακονούν»
και αυτήν, όπως συμβαίνει με πολλά
άλλα, οι επιχειρήσεις των τηλεοπτικών
Λιοσίων».
Χ. Κ.
Του Χρήστου
Κηπουρού {*}, 23.01.2005
Ένα μικρό μόνο
φάσμα ερμηνείας της ταξικής κινητικότητας
των νεοελλήνων καλύπτει η περί του
ομώνυμου επιχειρηματικού δαιμόνιου,
θεωρία. Ναι μεν καλύπτει τη διάκριση
σε κλάδους, όπως π.χ. η ναυτιλία,
όμως ταυτόχρονα αφήνει κενά. Πρώτα
από όλα αγνοεί ένα πλήθος από τις,
ένεκεν ιστορικότητας, φλέβες. Από
την πολιτική, την ποιητική και τη
μουσική έως τη μορφωτική, την αθλητική
και τη γαστρονομική. Όλες αυτές,
μαζί και με άλλες, καταγράφονται σε
μια ιστορική όσο και πολιτισμική
αγγειογραφία του μέσα και του έξω
Ελληνισμού. Όσο παραμύθι είναι το εξ
ανατολών προς δυσμάς ιστορικό
δρομολόγιο του πολιτισμού, τόση
αλήθεια κρύβει η αιώνια εμμονή να
παλιννοστεί στο γενέθλιο τόπο, και
να το πετυχαίνει, όταν δεν απωθείται.
Δεν θα μείνω στα
αίτια στα οποία οφείλεται η νέκρωση
της πρώτης φλέβας ούτε ποιοι
ευθύνονται για την κοπή. Ούτε στις
διεθνείς όσο και στις παγκόσμιες
διακρίσεις των επόμενων φλεβών, από
τα Νόμπελ της ποίησης μέχρι τις
μουσικές συνθέσεις, στις οποίες όταν
πριν από κάποια χρόνια, ο ένας
δημιουργός γεφύρωνε το χάσμα που τον
χώριζε από το συμπατριώτη του μυθικό
Ορφέα, ένας άλλος δώριζε ύμνους σε μαρτυρικούς
λαούς. Δεν θα μείνω καν στο γιατί η
δεύτερη κιόλας γενιά των Ελλήνων μεταναστών
στην Ευρώπη πήρε το δρόμο προς τα
πανεπιστήμια, ενώ οι Γερμανοί εργάτες
εμφάνιζαν και εμφανίζουν μηδαμινή
κινητικότητα.
Αν επεκτεινόμουν
θα έπρεπε να μιλήσω για το γνωστό
βραχιόλι των παιδιών πάνω στο οποίο
κτίστηκε το εν ισχύει Ελληνικό οικογενειακό
όραμα και το οποίο η μόνη που δεν το
ερμήνευσε ποτέ, είναι η πολιτική,
άρα και η πολιτεία. Γιατί αν η
τελευταία το έκανε, από τη μια η
εθνική οικονομία δεν θα αιμορραγούσε
συναλλαγματικά και τα ελληνόπουλα θα
σπούδαζαν εδώ, από δε την άλλη, είχε
να κερδίσει πολλά από το άνοιγμα των
πανεπιστημίων. Μια Ευρωπαϊκή χώρα
που είναι γνωστή από την ιστορία ως
θαλασσοκράτειρα, εν μια νυκτί
αποφάσισε να γίνει πρώτη παγκόσμια
επιχείρηση παροχής ακαδημαϊκών υπηρεσιών.
Ας μη σπεύσει κανείς να ρωτήσει που
θα βρεθούν τα αναγκαία στη δική μας
περίπτωση κονδύλια, γιατί θα κληθεί
να απαντήσει από που βρέθηκαν για
τις Αθηναϊκές ξιπασιές του 2004.
Πέραν του ότι πήγαν στο βρόντο.
Οι φλέβες ερμηνεύουν
επίσης ένα ακόμη φαινόμενο. Τι άλλο
είναι ο γαλαξίας των ανά την
Οικουμένη Ελληνικών εστιατορίων αν
όχι η έμπρακτη αποδοχή κληρονομιάς
τόσων εθνικών γαστρονομικών πολιτισμών;
Από το Μινωικό και τον Κλασσικό έως
τον Βυζαντινό; Τι άλλο είναι αυτό αν
δεν είναι ένα παγκόσμιο εργοστάσιο
Ελληνικών περιφερειακών κουζινών; Τι
άλλο είναι αν δεν είναι εξαγωγή
διατροφικού μοντέλου; Άλλους και
άλλους βραβεύει η Πολιτεία. Και όχι
μόνο αυτό. Ενώ μπορούσε να κάνει θαύματα,
παρακολουθεί σαν απλός θεατής.
Μιλώ για την
αναγκαία πανεπιστημιακή υποδομή. Τις
σχολές γαστρονομίας και διαιτολογίας
που πρότεινα στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο
και στην πατρίδα μου, τη Θράκη, πολύ
πριν γυριστεί η ταινία για την
Πολίτικη κουζίνα. Και η οποία έκανε
και συνεχίζει να κάνει, όπου παίζεται,
την Ελληνική γαστρονομία, πολιτική.
Αυτή κυρίως είναι Πολιτική κουζίνα.
Μια αμιγής πολιτική ταινία και
ομώνυμη γαστρονομία. Το λυπηρό είναι
ότι αποτελεί μια, ανάμεσα σε
αμέτρητες άλλες, απόδειξη της
κομμένης φλέβας της πολιτικής
Ελλάδας.
Η χώρα μπορούσε,
και μπορεί ακόμη να καθίσει να κάνει
μερικές απλές λογικές σκέψεις και να
πει. Από τη μια υπάρχει η αμερικανική
γαστρονομία των γενετικά τροποποιημένων
και η εν πολλοίς υποκριτική
αντιμετώπισή της με τις ανακηρύξεις
των ελεύθερων από τα αποκαλούμενα μεταλλαγμένα
περιοχών, που παραπέμπουν στη γνωστή
αποπυρηνικοποίηση κάποιων προηγούμενων
δεκαετιών. Από την άλλη, πολλές
χώρες της Ευρώπης, και κυρίως η
Γαλλία όσο και η Ιταλία, προετοιμάζουν
την τελευταία δεκαετία, τη δική τους
απάντηση. Ονομάζεται μοριακή γαστρονομία,
και χρησιμοποιεί τη φυσική, όσο όμως
και τη χημεία. Θα ήταν επιπόλαιο
ενόσω βρίσκεται ακόμη στο πειραματικό
στάδιο να την αποδεχτεί κανείς όπως
και να την απορρίψει, έστω και αν το
έργο ξαναπαίχτηκε με τα κλήματα. Το
υπεύθυνο όσο και σοβαρό είναι κάτι
άλλο.
Απέναντι σε αυτά
η Ελλάδα να αναρωτηθεί τι μπορεί να
κάνει η ίδια. Να στύψει το μυαλό της
πως θα αξιοποιήσει το τεράστιο κοίτασμα
γαστρονομικού όσο ιστορικού και
πολιτισμικού ουρανίου δώρου. Μπορούν
να χρησιμοποιηθούν οι χιλιάδες έξυπνες
γαστρονομικές βόμβες που ούτε
παχυσαρκία προκαλούν ούτε έχουν
ανάγκη από προσθετικά ή άσπρες σκόνες.
Πέραν από τα πιστοποιημένα με ονομασίες
προέλευσης αγροτικά προϊόντα και
τους οίνους, διαθέτει αμέτρητα με καταγεγραμμένες
στην ιστορία ονομασίες προέλευσης,
που φυσικά δεν χρειάζονται νέα
πιστοποιητικά. Μιλώ για τα προϊόντα
της βιολογικής γεωργίας όσο και της
ομώνυμης κτηνοτροφίας. Επόμενα και
την εκ νέου παραγωγή, επεξεργασία
και μεταποίηση.
Έκανα δυο εργασίες.
Μια για το Μαρωνείτη Οίνο καθώς και
άλλη μια, για τον Πολύφημο τυρό. Η
πρώτη, εκτός της ανάγκης φύτευσης
νέων αμπελώνων με εθνικές ποικιλίες,
καταλήγει να προτείνει πανεπιστημιακή
σχολή Οινολογίας ενώ η άλλη στην ίδρυση
γαλακτοκομικών χωριών. Ειδικά την
επίκληση του Πολύφημου τυρού, θα τη
χρειαστεί και για άλλους επίσης
λόγους ως επιχειρηματολογία της η
Ελλάδα, όταν προσφύγει εκ νέου στο
Ευρωπαϊκό δικαστήριο για τη φέτα,
όπως από μηνών επισημάναμε ότι οφείλει
να κάνει. Πολύ πριν γίνουν ερωτήσεις
Ευρωβουλευτών. Αιτία, η κυκλοφορία
από το γνωστό Γαλλικό τυροκομικό
χωριό Rocfor της feda, αφού η
προηγούμενη δικαίωση της Ελληνικής
φέτας δεν περιλάμβανε τις ομόηχες
προς αυτήν λέξεις. Η φέτα που τόσο
περίτεχνα ψάλλει ο Όμηρος στην Οδύσσεια,
εκτός της συμβατικής της ονομασίας
προέλευσης, κυρίως αποτελεί εθνική
όσο παγκόσμια πολιτισμική
κληρονομιά. Όπως οι ανά τη χώρα σπηλιές
που θρυλούνται ότι έχουν σχέση με
τον Πολύφημο Κύκλωπα είναι απτές
αποδείξεις των πρώτων στην ιστορία γαλακτοβιομηχανιών
και τυροκομείων. Επίσης και γραπτές.
Πέραν όλων αυτών,
ένα επιπλέον συγκριτικό πλεονέκτημα
είναι το κλίμα. Σε αυτό πολλοί
αποδίδουν την υψηλή ποιότητα των
αγροτικών προϊόντων. Πόσο μάλλον των
βιολογικών στις κοιλάδες των αμέτρητων
ποταμών, όπου ακόμη και οι πλημμύρες
επενεργούν ευεργετικά ως στρώματα λιπαντικού
στις ευρύτερες εκτάσεις. Στο πέταλο
του, πριν από την μόλυνση, ποταμού
Έβρου παράγονταν τα ευγευστότατα
πεπόνια του Πέπλου που γίνονταν
ανάρπαστα μέχρι και στην αγορά του
Βερολίνου. Όπως οι λαχανόκηποι της
κοιλάδας του ερυθροπόταμου, των
οποίων τα βιολογικά εννοείται ζαρζαβατικά,
μοσχοπουλιούνταν στις λαϊκές των
πόλεων της περιοχής. Ανάλογα ίσχυαν
σε κάθε τόπο. Λέω ότι τα βιολογικά
προϊόντα, με πρώτο το έλαιο, μπορούν
να αναπαραχθούν με συστηματικό όσο
επιστημονικό τρόπο. Αποτελεί μεγάλη
ύβρη η αντιμετώπισή τους ως πολιτισμικών
προϊόντων, και παράλληλα ως αποικιακών.
Ένα άλλο, ίσως
και λίγο παράδοξο συγκριτικό
πλεονέκτημα, είναι η αναπτυξιακή καθυστέρηση.
Εξ αιτίας της δεν επεκτάθηκε η
μόλυνση τόσο, όσο στα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά
επίπεδα. Υπάρχει δηλαδή ένα σύνολο
λόγων που διευκολύνουν το μεγάλο αυτό
εγχείρημα, να λυθεί ο αγροτικός
γόρδιος δεσμός. Στην αρχαιότητα έλεγαν
συν Αθηνά και χείρα κίνει. Σήμερα
αυτό που χρειάζεται πρώτα είναι μια
νέα Αθηνά. Και η όποια Αθήνα, η
χθεσινή ή η σημερινή, το μόνο κοινό
που έχει μαζί της, είναι μια απλή
συνωνυμία.
Επόμενο είναι να
μην έχουν να περιμένουν οι αγρότες
κάτι από το οίκοθεν της Πολιτείας,
αν δεν το θέσουν οι ίδιοι. Καταρχήν
σε εκείνους που είναι απέναντι τους.
Συγκεκριμένα τους κυβερνώντες οι
οποίοι σαφώς προσδοκούν στον επανέλεγχο
του βαμβακιού, μέχρι να υποχωρήσει η
μπόρα των κινητοποιήσεων, και μετά,
έως του χρόνου, έχει ο θεός. Επίσης
αυτοί που είναι δίπλα στους αγρότες.
Μπορεί οι πολιτικές τους ευθύνες να
είναι ανάλογες της αριθμητικής δύναμης,
και επιπλέον για τους εκ της
προηγούμενης κυβέρνησης να εκκρεμεί
η συγγνώμη που συνεχίζουν να οφείλουν.
Όμως ούτε από τους υπόλοιπους
αντιπολιτευόμενους ειπώθηκε χθες ή
σήμερα, κάτι.
Οι αγρότες χρειάζεται
και μπορούν να στηριχτούν στις δικές
τους δυνάμεις. Να διεκτραγωδήσουν
προς όλους υπενθυμίζοντας ότι ούτε
καν τα παραδοσιακά υποζύγια άντεξαν
τη ζωή στο Ελληνικό χωριό. Για αυτό
και εξαφανίστηκαν. Πόσο μάλλον οι
άνθρωποι. Τόσο καλά είναι. Μεταξύ δε
των δίκαιων αιτημάτων και των υποσχέσεων
που έχουν λάβει, να μη φύγουν από
τους δρόμους, ακόμη και όταν ικανοποιηθούν,
εάν δεν δεσμεύσουν ηθικά και πολιτικά
όλους -κυρίως δε την Κυβέρνηση- για
το πρώτο βήμα-δείγμα μιας νέας αγροτικής
αναπτυξιακής πολιτικής. Λέω ότι αντί
της παραδοσιακής χρηματοδότησης των
κουφαριών και της ίριδας των μιζών,
τα λεφτά των επενδύσεων να κατευθυνθούν
στο νέο αυτό παραγωγικό τομέα. Η
αντιστοιχία μάλιστα είναι εντυπωσιακή:
δεκάδες αγροτικές μονάδες ανά
βιομηχανικό κουφάρι.
Θα μείνω στο θέμα
αυτό που έχει ως βάση τη βιολογική γεωργία
και την ομώνυμη κτηνοτροφία και
αλιεία, που μέχρι σήμερα κινήθηκαν
περισσότερο στη σφαίρα των ημερίδων,
όταν δεν συνιστούσαν διασπάθιση
κοινοτικών κονδυλίων με τη γνωστή ιδιοποίηση
από αετονύχηδες. Λέω λοιπόν ότι όπως
οι διπλωματικές αρχές των άλλων Ευρωπαϊκών
χωρών κάνουν το ίδιο με τα βιομηχανικά
τους, και όχι μόνο, προϊόντα, έτσι
οι ανά τον κόσμο πρεσβείες μας
μπορούν να προωθήσουν και
αποκαταστήσουν μόνιμη και σε καθημερινή
βάση διασύνδεση, με τον όνομα και
πράγμα τροφοδότη, όσο τον περί τα
γαστρονομικά απασχολούμενο και φημισμένο
για αυτά Ελληνισμό των εστιατορίων,
όπως και των άλλων συγγενών
επιχειρήσεων. Το σήμα κατατεθέν της
τετραπέρατης Ελλάδας. Των τεσσάρων
περάτων του κόσμου, που απομένει να
επιβεβαιωθεί τετραπέρατη και κατά
την άλλη έννοια. Στο προτεινόμενο
εγχείρημα.
Οι εδώ κρατικές υπηρεσίες
τροφίμων μπορούν στα πρώτα βήματα να
παίξουν το ρόλο του ενδιάμεσου όσο
του εγγυητή, ανάμεσα στους μόλις
αναφερθέντες και στις αγροτικές
αντιπροσωπεύσεις. Η διαρκής συνδρομή
των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων γαστρονομίας,
θα μπορέσει να λειτουργήσει το
παγκόσμιο εργοστάσιο, που έλεγα. Οι
χιλιάδες μικρές ή και μεσαίες
απόδημες μονάδες που το συναπαρτίζουν
και φιλεύουν καθημερινά εκατομμύρια
κόσμου κάθε φυλής και χρώματος, μετά
χαράς θα δεχτούν. Να παραγάγουν και
να διακινούν, πέραν των υπόλοιπων
ανταγωνιστικών σε τιμή όσο και υψηλή
ποιότητα προϊόντων τους, το νέο
προϊόν των μεζέδων και των εδεσμάτων
που ενυπάρχει στο παλιό, από γιαγιά
προς γιαγιά. Είναι μια πολιτισμική
κληρονομιά τέχνης και ένα ελιξίριο μακροζωίας,
όσο και αιχμή του δόρατος της εγνωσμένης
παγκόσμιας αξίας, Μεσογειακής
διατροφής. Εννοείται ότι κάτι
ανάλογο θα γίνει και εν Ελλάδι. Είτε
αυτό αφορά τα πιστοποιημένα
εστιατόρια στις διάφορες πόλεις της
χώρας είτε φυσικά τις κατά τόπους
επιχειρήσεις του αγροτουρισμού. Η
ονομασία; Βιολογική γαστρονομία.
____________
{*} Οι εργασίες
και τα δημοσιεύματα στα οποία
αναφέρονται σημεία του κειμένου, του
πρώην Βουλευτή Έβρου, μπορούν να
αναζητηθούν στις μηχανές του
internet.
Θράκη Ιανουάριος
2005