Γράφει
ο Θεσσαλός Βάιος Φασούλας,
16.03.2005
Την αφορμή για το
αφιέρωμα που ακολουθεί την πήρα
διαβάζοντας το βιβλίο: «Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ» της Αικατερίνης,
Ρηνούλας Μακρυγιάννη, Εκδόσεις «Το
αμόνι του λόγου», το οποίο είχε την
καλοσύνη να μου το στείλει η ίδια, όταν
της το ζήτησα μέσω ηλεκτρονικού
ταχυδρομείου. Σαν απλός Πολίτης θα γενικεύσω
λίγο το θέμα και θα τολμήσω να
περιδιαβώ στα «χωράφια» των
ιστορικών και από κει να κάνω μια
περιήγηση με σύντομες αναφορές, τις
οποίες, όπως προανέφερα, οφείλω στο
ως άνω αναφερόμενο βιβλίο.
Βέβαια, για το
συγκεκριμένο βιβλίο και όχι μόνο,
για ένα οποιασδήποτε μορφής σχόλιο,
καλό θα ήταν να ασχολούνται οι
ιστορικοί του χτες και του σήμερα,
προκειμένου να φωτίσουν την πραγματική
εικόνα της Ελλάδας, κατά την περίοδο
του εμφυλίου, καθώς και λίγο πριν
και μετά από αυτή. Όμως, στο βαθμό
βέβαια που γνωρίζω, οι ιστορικοί του
σήμερα (με ελάχιστες εξαιρέσεις, που
κατά καιρούς βγαίνουν στην επιφάνεια)
ιππεύουν το άρμα της «Παγκοσμιοποίησης»
ενδιαφερόμενοι μόνο για το μέλλον,
που φέρνει μια απάνθρωπη ύλη και
σήψη, αγνοώντας το χτες και το
σήμερα, καθώς και την ιστορία του
τόπου τους. Αυτό προκύπτει, δυστυχώς,
από τα πολλά κενά που κληρονόμησε ο
Έλληνας της δεκαετίας του 1940, τα οποία
μετέφερε και στα παιδιά του, με
αποτέλεσμα η άγνοια και η εσκεμμένη
αδιαφορία έρευνας να αποτελεί τον
δήμιο των πραγματικών ηρώων της
Εθνικής Αντίστασης, που θάφτηκαν στα
ερείπια της προδομένης Ελλάδας σαν «προδότες»
ή «ληστοσυμμορίτες». Της Ελλάδας,
που τη διαπραγματεύτηκαν σαν πόρνη
οι μεγάλοι της κεντρικής και ανατολικής
Ευρώπης, ενώ παράλληλα περνούσε στον
μακελάρη των παθών και του μίσους
και αποδεκατιζόταν χάρη των ξένων
συμφερόντων, που διατρανώθηκαν με τη
σφαγή μεταξύ των Ελλήνων,
«κομουνιστών» και «φασιστών», όπως
τους γνωρίζουμε. Αυτά και άλλα πολλά
οι ιστορικοί μάς τα έκρυψαν και αν
όχι, μας τα παρουσίασαν καμουφλαρισμένα
με εθνική καταισχύνη, για να πάρει
τη θέση του ο εκφαυλισμός, που φτάνει
στις μέρες μας έχοντας στα ηλίθια
προγράμματά του και το θάψιμο της Ιστορίας
μας.
Από εκείνο το
φάσμα της Αντίστασης και του
Δημοκρατικού Στρατού στη συνέχεια,
μόνο οι χαφιέδες επέζησαν. Και όσοι
κατάφεραν να βγουν απ' τον κλοιό της
εμφυλιακής σύρραξης αποδεκατισμένοι,
είχαν να αντιμετωπίσουν έναν άλλο
Γολγοθά: εκείνοι που κατέφυγαν στις
πρώην σοσιαλιστικές Χώρες όφειλαν να
είναι «πιστοί» στις «ιδέες» τους και
εκείνοι που έμειναν στην Ελλάδα
αντιμετώπισαν τον διωγμό, τα κρατητήρια,
τις ταπεινώσεις και τις φυλακές.
Μεγάλη, λοιπόν, η
τιμή για εκείνους που αναφέρονται
στην Εθνική Αντίσταση, που μεγαλούργησε
στο τέλος του πρώτου μισού του περασμένου
αιώνα, που σήκωσε το ανάστημα της
Ελλάδας και στο χώρο της και στο διεθνές
αντιφασιστικό στερέωμα και ακόμα πιο
μεγάλη για εκείνους που δεν τη βίωσαν,
αλλά που την έχουν μόνο ακουστά, μέσα
από μαρτυρίες συγγενών και άλλων «αθέατων»
ηρώων, που έχουν το θάρρος και την
τόλμη να καταθέσουν έναν γνήσιο
λόγο.
Γεννημένος μέσα
στην τότε κοινωνία των παθών, του
μίσους και του απέραντου μαύρου και
ο υπογράφων το παρόν κείμενο, με
πίκρα και οδύνη έχει καταθέσει τις
απόψεις του για τις πολύμορφες καταστροφές
όπως τα οικογενειακά ξεκληρίσματα,
τους διωγμούς και τις κρεμάλες, τους
εκτοπισμούς, τις φυλακίσεις και τις
δολοφονίες, τις ίντριγκες, ρουφιανιές
και προβοκάτσιες, που αποτέλεσαν το
πάνελ της τότε εποχής, αλλά και με
την ελπίδα να μην ξαναμαρτυρήσει ποτέ
ο τόπος μας και ο λαός μας, να μην ξαναπροδοθεί
οικτρά και παν απ' όλα, να μην έρθει
ποτέ σε σύγκρουση αδελφός με αδελφό,
όπως έγινε στην αιματηρή περίοδο της
τετάρτης δεκαετίας του 20ου
αιώνα.
Τα αίτια εκείνης
της απάνθρωπης κατάστασης έχουν καταγραφεί
με ποικίλους τρόπους, άλλοτε
προβοκατόρικα, άλλοτε εσκεμμένα,
προκειμένου πολλά πράγματα να περάσουν
στη λήθη, πότε με αφορισμούς και
εξορκισμούς, άλλοτε με πολιτικούς -
κομματικούς εξοστρακισμούς. Κι αυτά
αποτελούν το ένα μέρος του νομίσματος·
της Αριστεράς.
Μόνο που ο αφέντης
χρόνος δεν κλείνει τα μάτια και τ'
αφτιά του. Ακόμα κι αν καθυστέρησε,
βρήκε ένα ανοιχτό παραθυράκι και σαν
αμείλικτος κατήγορος όπλισε το χέρι
της Αικατερίνης Μακρυγιάννη με το
δικό του «τσαπί», για να σκαλίσει τη
σαπίλα, αφήνοντας τη μπόχα να
ελευθερωθεί και να χαθεί.
Κατά τη διάρκεια
του αντιφασιστικού αγώνα στην Ελλάδα
ενάντια στους ξένους κατακτητές, οι
Έλληνες δεν είχαν να κάνουν μόνο με
έναν εχθρό, αλλά με πολλούς, ντόπιους
και ξένους, ορατούς και αόρατους.
Ένας απ' αυτούς ήταν και ο
κομματικός εθισμός, που υπέστη μερίδα...
(μεγάλη ή μικρή, ποιος να ξέρει;
Όμως αν κοιτάξει κανείς σήμερα τη
δύναμη των κούκων ή των κουκιών της
Αριστεράς στην Ελλάδα, εύκολα μπορεί
να προσδιορίσει και το μέγεθος!)
αριστερών-κομμουνιστών Πολιτών και
βεβαίως η τυφλή υποταγή τους στο
κόμμα, η παράβλεψη λαθών ή επιλογών
που έκανε το τότε ΚΚΕ κλπ. «Αχ!
ανεψιέ»...μου έλεγε ένας παλιός
αντάρτης όταν τον ρωτούσα να μου πει
για τους αντάρτες και το ΚΚΕ ... «τι
τα ψάχνεις. 'Αμα λέει το κόμμα έτσι,
τι θα κάνεις;». Παλιός αγωνιστής,
με κάποια χρόνια στην πλάτη του στη
Γυάρο και με έκδηλη την πίκρα για
τον χαμένο αγώνα και τα βάσανα που υπέστη
όλη η οικογένειά μου.
Λίγοι οι Έλληνες
αριστεροί που αντιστέκονταν ή
αντιδρούσαν στην «αλάνθαστη» ηγεσία
του τότε ΚΚΕ, που όμως, με διάφορους
τρόπους τούς «ησύχαζαν». Ένας απ'
αυτούς ήταν και ο πρωτοκαπετάνιος
του ΕΛΛΑΣ, ο 'Αρης Βελουχιώτης!
Η ιστορία και οι
μαρτυρίες που διαβάζει κανείς στο
βιβλίο «Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ»,
περιγράφονται μέσα από αυθεντικές καταθέσεις
απλών ανθρώπων της τότε εποχής και
αποτελεί και μια
προσωπική-οικογενειακή τραγωδία (δυστυχώς
όχι τη μοναδική), που δεν παύει να
έχει και ιστορική διάσταση,
τουλάχιστον για τον τότε κόσμο της
Αντίστασης και τον σημερινό,
διασκορπισμένο-διαμελισμένο και προδομένο
αριστερό Πολίτη.
Αναμφισβήτητα όλη
εκείνη η περίοδος, για πολλούς δεν έπαψε
να διατηρείται σαν ένα ξεχασμένο ηφαίστειο,
που αφουγκράζεται μόνο τους ασθενείς
απόηχους της εποχής που ήταν εν
ενεργεία, αναμένοντας την μεγάλη
έκρηξη. Πάντως σίγουρο είναι πως η
συγγραφέας του βιβλίου προσπαθεί να
το ενεργοποιήσει.
Ένας απόηχος είναι
κι αυτός της χειροβομβίδας που χάλασε
τον 'Αρη, απόηχος που από παιδί
ακόμα δεν μπορούσα να κατανοήσω και
με ακολουθεί μέχρι σήμερα. Αυτοκτονία,
δολοφονία τι να 'ταν άραγε αλήθεια;
«Ποιος πέταξε την χειροβομβίδα
και ποιος του έκοψε το κεφάλι; Αν ήθελε
να αυτοκτονήσει πάντα έλεγε στους
συντρόφους του να κρατούν την
τελευταία σφαίρα για τον εαυτό τους.
Μ' αυτόν τον τρόπο θα πέθαινε και δε
θα ήταν ένας θάνατος μυστήριο...»
διαβάζουμε στη σελίδα 146 και
συνεχίζει, απευθυνόμενος προς τη
συγγραφέα: «Να είσαι περήφανη και
να μη φοβάσαι. Ας τους να γαβγίζουν.
Είτε το θέλουν είτε όχι εκείνος θα μείνει
θρύλος...»
Με όσα συνέβηκαν
τότε και με τις μαρτυρίες όχι μόνο
αυτών που γράφονται στο εν λόγω βιβλίο,
αλλά και άλλων τρομοκρατημένων
ανταρτών που δεν μπορούσαν να
χωνέψουν την «αυτοκτονία» του, η οποία
συνοδευόταν και από αρνητικά σε
βάρος του. «Προδότη» τον ανέβαζαν «προδότη»
τον κατέβαζαν... έτσι που η «αυτοκτονία»
του να αποτελεί και ένα άλλοθι για
τους ιθύνοντες της τότε αυταρχικής
ηγεσίας. Οι προδότες, συνήθως, δεν
είναι παλικάρια και ούτε αγωνίζονται
για την πατρίδα και τα ιδανικά της.
Αυτοί μπορεί να επιλέξουν τη λύση
της αυτοκτονίας. Έτσι, εκ των
πραγμάτων, αυτή η λάσπη σε βάρος του
'Αρη Βελουχιώτη, ξεραμένη πλέον,
αντιστρέφεται και εκσφενδονίζεται
στα πρόσωπα των πραγματικών προδοτών,
που είτε με «αυτοκτονία», είτε με
δολοφονία, τον οδήγησαν στο θάνατο,
προκειμένου να απαλλαχτούν.
Στις μαρτυρίες
και τις καταθέσεις παλιών αγωνιστών
της Αντίστασης υπάρχει διάχυτη η
πικρία και η απογοήτευση και εντύπωση
προκαλεί το γεγονός όταν πολλοί
λένε, θέλουνε δε θέλουνε θα βγει η
αλήθεια και θα φεγγρίσει την
πολυκέφαλη και πολύχρωμη λάμια, που
αιματοκύλησε την Ελλάδα.
Εν κατακλείδι,
δεν είχα την τύχη να γνωρίσω τον
πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΛΑΣ. Γεννήθηκα
κι εγώ στη μαύρη καταχνιά του 1947.
Οι τότε «ομάδες» (η άλλη όψη του
νομίσματος) έγιναν αιτία να πεθάνει
η μητέρα μου στα είκοσι τρία χρόνια
της, ενώ στην περίοδο της Εθνικής Αντίστασης
«χάθηκε» ένας μπάρμπας μου -ακόμα
αναζητείται- στις 18 τ' Απρίλη του
1944 στην πλατεία Τρικάλων Γερμανοί
και ντόπια «παλικάρια» κρέμασαν
πέντε ΕΠΟΝίτες, μεταξύ αυτών και τον
πρώτο μου αδελφό, στη συνέχεια κάψανε
το πατρικό μας σπίτι ολοσχερώς γιατί
μπαινόβγαινε κι ο 'Αρης. Μετά από
σαράντα μέρες «μετανάστευσα» στα
Τρίκαλα, όπου και υιοθετήθηκα από
ένα έξοχο ζευγάρι. Χρειάστηκαν
δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια για να μάθω
την ταυτότητά μου και χωρίς ιδιαίτερες
δυσκολίες, να γνωρίσω όλο το οικογενειακό
μου δέντρο·της μητέρας μου που καταγόταν
από το Τριζόλ Αργιθέας στην Καρδίτσα
και το Γοργογύρι Τρικάλων, που καταγόταν
ο πατέρας μου.
Από αυτόν τον
κόσμο και από άλλους πολλούς
κληρονόμησα το δικαίωμα του λόγου,
απ' αυτούς έμαθα για τον 'Αρη Βελουχιώτη,
καθώς και από διάφορα συγγράμματα
που κατά καιρούς διάβασα. Δε θα αναφέρω
τι διάβασα, αλλά θα πω ότι θα μπορούσαν
να γραφούν πολλά περισσότερα γι' αυτό
το Στερεοελλαδίτικο-Θεσσαλικό
λιοντάρι, που φιμώθηκε και σπιλώθηκε
και η ίδια η Ιστορία ζητά τη δικαίωσή
του και όχι μόνο Πανελλαδικά, αλλά
και Παγκοσμίως.
Οι επίπονες και
επίμονες έρευνες της Κατερίνας-
Ρηνούλας Μακρυγιάννη, το ασίγαστο
και αειθαλές πάθος της δικαίωσης για
τον Μεγάλο 'Αντρα -και πατέρα της,
όπως υποστηρίζεται από πολλούς-
καθώς και οι μαρτυρίες που καταγράφονται
από ανθρώπους που έζησαν από κοντά
τον 'Αρη, πέρα από το γεγονός ότι
φωτίζουν το φαύλο κύκλο των πικρών
δεκαετιών του 1940-50, φωτίζουν και
τους πραγματικούς προδότες, δολοφόνους,
προβοκάτορες και κάθε είδους καμουφλαρισμένα
ανδρείκελα της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ,
που σκοπό τους είχαν την οριστική
εξόντωση του 'Αρη Βελουχιώτη, την οποία
και πέτυχαν. Αλλά πάνω απ' όλα
φωτίζει και ολόκληρο τον αγώνα.
Αγώνας που χάρη στα στεγνά και
απάνθρωπα συμφέροντα των μεγάλων
δυνάμεων, τον τεμαχισμό ή χωρισμό χαρτών
της Ευρώπης πουλήθηκε. Ο άσπιλος και
ιερός αγώνας των Ελλήνων πατριωτών,
διώχτηκε και δικάστηκε κατόπιν
επιθυμίας και συμφερόντων και από
των τότε σοβιετικών ηγετών.
Απειθής μας
βγαίνει ο 'Αρης Βελουχιώτης και
καλώς. Όταν στην πλάτη σου περπατούν
τσιμπούρια κάτι πρέπει να κάνεις.
Αυτό έκανε κι ο 'Αρης, όπως και
άλλοι αγωνιστές στη μεταεμφυλιακή
συνέχεια, οι οποίοι από «συντρόφους»
χαρακτηρίστηκαν με «καλλιτεχνικά»
ονόματα, που δεν τόλμησε να χρησιμοποιήσει
ούτε η Δεξιά. Η κομματική αναλγησία
και ο «ιδεολογικός» αυταρχισμός είχε
ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Αυτό
είχε συμβεί και στην εποχή του 'Αρη,
γι' αυτό και αποκηρύχτηκε σαν «προδότης»
γι' αυτό και «αυτοκτόνησε», γ' αυτό
ακόμα και στις μέρες μας το όνομά
του ενοχλεί και γι' αυτό πέρασε στο
στερέωμα των αθανάτων και των ελεύθερων
αγωνιστών και γι' αυτούς τους λόγους
η συνέχιση της έρευνας από την Αικατερίνη,
Ρηνούλα Μακρυγιάννη επιβάλλεται όσο
ποτέ. Η «αυτοκτονία» του 'Αρη (την οποία
και ο υπογράφων αμφισβητεί)
αναμφισβήτητα προκάλεσε και την
αυτοκτονία της Αριστεράς κι όλου του
κόσμου των αγωνιστών της λευτεριάς.
'Αρη
Βελουχιώτη, αιωνία η μνήμη σου!
Βάιος Φασούλας
-Γερμανία, 16.03.2005
Στη μνήμη του
'Αρη Βελουχιώτη
Στων Αγράφων τα
βουνά
Πα στων Αγράφων
τα βουνά στου Κόζιακα κορφάδες
κει που παλιά πολέμησαν οι πιο γενναίοι
άνδρες
και χάρισαν τη λευτεριά στη σκλαβωμένη
γη μας
και διώξανε το φασισμό και τον κατακτητή
μας,
βρέθηκα ψες στον
ύπνο μου αντάμα με τον 'Αρη
τον καπετάνιο του ΕΛΛΑΣ το πρώτο παλικάρι
κι ανταρτοπούλες γύρα του κρέμονταν
απ' τα χείλη
πριχού ο ήλιος να κρυφτεί κι έρθει
γοργά το δείλη
διαταγή περίμεναν
να ορμήξουν στα θηρία
γερμανικά και εγχώρια που 'φεραν
δυστυχία
και σαν χταπόδι άδραξαν την έρμη μας
πατρίδα
τη λευτεριά ν' απαρνηθεί να πέσει
στην παγίδα
Στο πατρικό μου
βρέθηκα κι ήταν όλοι εκεί
η μάνα κι ο πατέρας μου, μπαρμπάδες
και αδελφοί
κι ο σεβαστός ο παπα-Λιας, ο γέροντας
παππούς μου
που μίλαγε για το Χριστό σ' όλους
τους χωριανούς μου
- και φτάνανε στην εκκλησιά ν'
ακούσουν τους ψαλμούς του,
- ψαλμοί γλυκοί κι έβγαιναν
μαζί με τους καημούς του
- και βλόγαγε ο γέροντας της λευτεριάς
την ώρα
- κι εξόρκιζε την καταχνιά και
τη μεγάλη μπόρα
-
- Εκεί λοιπόν στο πατρικό
αντάμα με τον 'Αρη,
- απαντοχή στο σπίτι μας,
χαρά, τιμή μεγάλη
- κρασί η μάνα έφερνε να πιουν
με τον πατέρα
- και η τρανή μου αδελφή
σχεδίαζε παντιέρα
-
- Αγένωτη στα δεκαοχτώ κι ήταν
δεξί του χέρι
- σαν αετού το πέταγμα έτρεμε
και τ' αγέρι
- το κρώξιμό της σήκωνε τρίχα
κι ανατριχίλα
- και τους εχθρούς τούς έπιανε
πικρός τρόμος και νίλα
-
- Εκεί ψηλά, στον Κόζιακα, στ'
απόρθητα λημέρια
- βρέθηκα μες στους ήρωες που
άρπαζαν στα χέρια
- τη λευτεριά που είχανε οι
βάρβαροι δεμένη
- κι ο καπετάνιος που 'λεγε,
για μας είναι δοσμένη
-
- 'Αστραφτε η γενειάδα του,
φώτιζε η ματιά του
- μέσα απ' το χαμογέλι του έλαμπε
η αρχοντιά του
- και η φωνή του έβγαινε καθάρια,
μεστωμένη,
- ε σεις, συντρόφια, έλεγε,
γι' αυτή 'μαστε ταγμένοι
-
- Και μαζευτήκαν' στην αυλή κοπέλες,
παλικάρια
- κάμποσοι γέροι και γριές με
χέρια στα θηκάρια
- το λόγο του ν' ακούσουνε που
'βγαινε φλογισμένος
- του πρωτοκαπετάνιου τους με
πίκρες ποτισμένος
-
- Αδέλφια δεν σκιαζόμαστε του
ναζισμού θηρία
- αυτά ταχιά θα δώσουνε λόγο
στην ιστορία
- θα νικηθούν, θα συντριφτούν
κι όλα θα τα πληρώσουν
- για τα κακά που κάνανε
σκληρά θα μετανιώσουν
-
- Του μέλλοντός μας οι εχθροί
είναι ανάμεσά μας,
- εχθροί για όλον το λαό θα
'ναι η συφορά μας,
- της λευτεριάς το τίμημα έχει
μεγάλο κόστος
- και θα ενώσουν τα πυρά κι ο
ξένος και ο ντόπιος
-
- Στη χώρα συνωστίζονται όλοι
οι κολασμένοι
- ανάλγητοι για το λαό κι
εξανδραποδισμένοι
- ζιζάνια θα μας βάλουνε,
παγίδες θα μας στήσουν
- της λευτεριάς αγωνιστές θα
τους εξαφανίσουν
-
- Μένει μονάχα να 'μαστε με
πίστη στα δικά μας
- σαν αλυσίδα κι άσπαστοι στ'
αγώνα ιδανικά μας
- δεμένοι κι απροσκύνητοι σε
κάθε καταιγίδες
- όχι αυτές του ουρανού· δε σβήνουν
τις ελπίδες
-
- αλλά αυτές του τόπου μας που
φτιάχνουν οι αδελφοί μας
- με προδοσίες, ίντριγκες,
πάνω στην κεφαλή μας.
- Γι' αυτό κρατάτε, αδελφοί,
τα όπλα σας στα χέρια
- πριχού όλους μας κόψουνε
προδοτικά μαχαίρια
-
- Μάθ 'τε να ξεχωρίζετε την
ψώρα απ' το στάρι
- την όμορφη πατρίδα μας
φυλάξτε με καμάρι,
- γιατί, θαρρώ, στον τόπο μας
τρανή οργή θα πέσει
- τη λευτεριά, που όλους πονά,
θα έχουνε φονεύσει
- .
- Κι έλεγε, ο 'Αρης, έλεγε
πάνω απ' το παραθύρι
- και τα πουλάκια του βουνού
στήσανε πανηγύρι
- και ο κόσμος κάτω άρχισε να
ρίχνει πιστολιές
- τον ουρανό χαράκωναν μ'
ελπίδων πινελιές
-
- Και όπως είχαν μαζευτεί ν'
αφουγκραστούν τον 'Αρη
- κι απόθεσαν στα λόγια του τα
άγχη τους, τα βάρη
- έτσι και χάθηκαν ξανά σα να
'τανε αντάρα
- κι εμένα μου απόμεινε του
ύπνου μου λαχτάρα
-
- Ο καπετάνιος χάθηκε, η μάνα
μου, ο πατέρας
- ο παπα-Λιας, οι αδελφοί σαν
ήχοι μιας φλογέρας
- αφήνοντας απόηχο που φτάνει
ως την καρδιά μου
- σφραγίδα ανεξίτηλη βάζει στα
σωθικά μου
-
- Της λευτεριάς το τάλαντο
πρέπει να το φυλάξω
- κι όλους τους νεώτερους
κοντά μου να τους κράξω
- και να τους πω για τα κακά
κείνης της εποχής
- ντόπιοι και ξένοι παίξανε
ρόλους της ενοχής
-
- Και φτιάξαν την πατρίδα μας
τρανό νεκροταφείο
- αριστερών και δεξιών και ορφανοτροφείο
- παιδιών που 'μειναν ορφανά
και ξεπουπουλιασμένα
- να ψάχνουν για τις μάνες
τους μόνα, δυστυχισμένα
-
- Ω τι πικρό της μοίρας σου
ποτήρι να σου τύχη
- να ξύνει η ορφάνια την ψυχή
με το σκληρό της νύχι
- μάνα αν χάσεις στη ζωή πα
στο ξεκίνημά σου
- αιώνιο το παράπονο θα 'ναι
στο βάδισμά σου
-
- Κι αν τύχη χάσεις και τους
δυο μπαίνεις στο Γολγοθά σου
- μ' έναν σταυρό ασήκωτο θα
κάνεις την τροχιά σου
- πικρές εικόνες στην καρδιά
θα έχεις ματωμένες
- της μάνας, του πατέρα σου θα
σέρνεις ρημαγμένες
-
- Στον καπετάνιο του ΕΛΛΑΣ, η
μνήμη αιωνία
- και σ' όλους που εχάθηκαν
στη μαύρη θηριωδία
- μανούλες νιες, νέα παιδιά,
αδέλφια και μπαρμπάδες
- ανθρώπων που πιστέψανε στης
λευτεριάς τις δάδες
-
- Κι ορφάνεψαν τη χώρα μας,
χάθηκαν νιάτα, κάλλη
- βάρβαροι την κυλήσανε στα
μίση και στη ζάλη
- χάθηκαν σπίτια «αριστερών»
στη φρίκη των σφαγών
- και άλλων σκορπίσαν «δεξιών»
στη δίνη των κραυγών
-
- Για την πατρίδα, λέγανε,
πάλευαν και οι δυο
- και την πατρίδα σύρανε στο
μαύρο χαλασμό
- οι ξένοι οι τρισκατάρατοι
στήσανε κωμωδία
- και μαυροκόκκινοι αρχηγοί
την κάναν τραγωδία
-
- Τέτοια κατάντια, διχασμό, οι
νέοι να μη δούνε
- να σφάζει αδέλφι αδελφό, με
μίσος να ορμούνε
- κι όσοι εναπομείναντες να
ζούνε πια διωγμένοι
- άλλοι να τρων πικρό ψωμί,
άλλοι κατατρεγμένοι
-
- κι άλλοι να ζουν ανάμεσα,
στις σκιές των χαλασμάτων
- να τρων μαζί με το ψωμί,
φωνές αναθημάτων,
- να μην τηράνε πίσω τους τι άφησε
η μπόρα
- μαύρο, ορφάνια και κακό σ'
ολόκληρη τη χώρα
-
- Ω τι κακό της κάνανε την
έρμη μας πατρίδα
- χήρεψαν σπίτια, γειτονιές,
πέσανε στην παγίδα
- κι έχασε η μάνα τα παιδιά,
παππούς, γιαγιά εγγόνια
- σπάραξ' ο τόπος, σύρθηκε,
στο μίσος, στη διχόνοια
-
- Πόσες μανούλες κλάψανε, Λεύτερε,
το χαμό σου
- και πόσες δεν ανδρώθηκαν από
το θάνατό σου
- σύμβολο πια σε κάνανε της λευτεριάς
εικόνα
- κι άσβηστος μένεις μέσα μας,
ελπίδα για αγώνα
-
- Πα στων Αγράφων τα βουνά
στου Κόζιακα κορφάδες
- έζησα κάμποσες στιγμές κείνες
τις αποφράδες,
- ημέρες, μήνες και εποχές που
δε λαλούσε αηδόνι
- πόνοι, πικρίες και καημοί κι
ο νους μου πια θολώνει...
Βάιος Φασούλας
-Γερμανία, 16.03.2005
(Από τη Β` Ποιητική Συλλογή)
Γερμανία, Μάρτης
2005
Vaios Fasoulas
koziakas@fasoulas.de