η φωνή σου

η στήλη μας

   
Μετανάστης
Αδέσμευτο περιοδικό στο διαδίκτυο

Εκδίδεται από επιτροπή

metanastis@metanastis.com
 


Κι εσύ λαέ βασανισμένε πληρώνεις την αδιαφορία σου 
 

ΕΠΕΨ
Επιστολική Ψήφος

Λογοτεχνία της διασποράς  ΕΕΛΣΠΗ

Ελληνική Γλώσσα 

Οργανισμός 
 διεθνοποίησης
 Ελληνικής Γλώσσας
ΟΔΕΓ

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ

Ελληνική Μουσική

Τέχνη & Πολιτισμός

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

ΜΑΥΡΑ-ΚΟΚΚΙΝΑ 

Ποίηση

Ενδιαφέροντες
Κόμβοι

Επιστολές

Αρχείο

 Ελληνικό Θέατρο
Βούπερταλ
Griechisches Theater
Wuppertal

Αλέξανδρος ο Μέγας

Alexander der Grosse

 DIAGORAS

ΔΙΑΓΟΡΑΣ
 ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
 

 

 

«Η Γειτονιά του Κάστρου», του Διονύση Κονταρίνη
Σχολιάζει ο Βάιος Φασούλας, Γερμανία, 26.4.2005

Πριν ξεκινήσουμε με το κύριο θέμα που είναι ένα οδοιπορικό του δημοσιογράφου -συγγραφέα Διονύση Κονταρίνη, ΗΠΑ, «Η Γειτονιά του Κάστρου», θέμα που καταγράφει την κοινωνική ιστορία ενός συγκεκριμένου χώρου σε ένα συγκεκριμένο χρόνο της εικοσαετίας 1930-1950, ένα οδοιπορικό δεμένο σ' ένα καλαίσθητο και επίπονο βιβλίο, μια κατάθεση ψυχής θα έλεγα σε 350 σελίδες, το οποίο είχε την καλοσύνη να μου στείλει ο Διονύσης Κονταρίνης - κι από αυτή τη θέσει τον ευχαριστώ-, θα ήθελα να ξεκινήσω με μια μικρή εισαγωγή.

Αραιά και πού ακούμε, βλέπουμε ή διαβάζουμε μια ιστορία μιας ελληνικής γειτονιάς ή κι ενός χωριού και, δυστυχώς, πάντα με μεγάλη καθυστέρηση για ευνόητους λόγους, που δε θα αναλύσουμε τώρα. Πιστεύω πως αν η ζωή μιας γειτονιάς, ιδιαίτερα της γειτονιάς του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, η οποία γειτονιά ή γειτονιές είχαν και τις εμπειρίες του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, των Βαλκανικών Πολέμων, της Μικρασιατικής καταστροφής και στη συνέχεια τις μαύρες δεκαετίες του 1930-1950, (δικτατορίες, Κατοχή - Αντίσταση - Εμφύλιος,) αν λοιπόν ιστορίες-μαρτυρίες, όπως θα δούμε παρακάτω, γράφονταν κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του περασμένο αιώνα, σήμερα οι νεοέλληνες (οι νέες γενιές) θα γνώριζαν όχι μόνο τι πρόσφερε μια γειτονιά για το γενικό σύνολο, πώς κράτησαν και πώς αντιστάθηκαν στις διάφορες ανθρώπινες θεομηνίες μισών, παθών και διαμελισμών, πώς μέσα από την πλούσια φτώχεια τους διατήρησαν πατροπαράδοτες αξίες, ηθών και εθίμων, αλλά δεν θα επέτρεπε ποτέ και με τίποτα να φτάσει η γειτονιά, η κάθε γειτονιά, εδώ που έφτασε σήμερα: στις τσιμεντοποιήσεις και στη καταστολή-δίωξη των αξιών.

Ωστόσο, κάλλιο αργά παρά ποτέ, ακόμα και αν η «Γειτονιά του Κάστρου» που παραστατικά μας δίνει ο συγγραφέας της, Διονύσης Κονταρίνης, αναδύεται μέσα απ' το τσιμέντο και τη «σύγχρονη» παραλλαγή, ατόφια και αυθεντική, μένει μόνο να φτάσει στα χέρια των νέων μας. Των νέων μας που δεν έπαιξαν με τα χώματα κι ούτε έφαγαν, που δεν κρύωσαν κι ούτε πείνασαν, μήτε έμειναν γυμνά και μήτε φόρεσαν ρούχα και παπούτσια μπαλωμένα, μήτε βρέθηκαν στις φωτιές, στα παιχνίδια με το θάνατο και στα πειράγματα της μοίρας, όχι αυτής που όλοι μας έχουμε, αλλά εκείνης που μας επιβάλλεται άλλοτε μεμονωμένα και άλλοτε συλλογικά.

Θερμός νοσταλγός ο συγγραφέας ρηξικέλευθα προσπαθεί να ζωντανέψει τη γειτονιά του και να τη μεταφέρει στο υλικό και απρόσωπο σήμερα, να τη «δούνε» τα δικά του εγγόνια και τα παιδιά του, να αφουγκραστούν και τα παιδιά του κόσμου, που παγιδευμένα στα προβλήματα και στις αντιξοότητες της εποχής μας, έχουν γίνει αδιάφοροι και ξένοι. Τότε η πάλη με το χάσμα της φτώχειας, ο αγώνας για την αντιμετώπιση της ντόπιας προσφυγιάς, τα ποικίλα κοινωνικά αδιέξοδα τον οδήγησαν στο δρόμο της φυγής δένοντας σ' ένα μαντήλι την καρδιά του, τους πόνους και τα μεράκια, αφήνοντας πίσω τους σκιές και παράπονα. Σήμερα, επαναλαμβάνονται τα ίδια και δεν υπάρχει το μαντήλι που θα δέσει μέσα του σκιές και παράπονα. Επικρατεί η τσιμεντοποίηση και πρυτανεύει η καταστολή ή η δίωξη των αξιών. Το νέο «μωσαϊκό» (νέα τάξη πραγμάτων ακόμα και στη γειτονιά) που ταχύτατα δημιουργείται και κοντεύει να ολοκληρωθεί, τα έχει καταπιεί όλα· ακόμα και την αγάπη· αυτή που επιτρέπει να αφουγκράζεσαι το γείτονα.

«Είχα πάρα πολλά χρόνια να δω τη μικρή φτωχική γειτονιά που γεννήθηκα, Κι όταν πήγα εκεί πάνω ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά. Όλα είχανε αλλάξει. Δεν υπήρχαν τα φτωχόσπιτα. Ούτε κείνοι οι παλιοί άνθρωποι. Όλοι τους είχανε φύγει για πάντα. Η γειτονιά του Κάστρου δεν ήτανε πια όπως άλλοτε. Πάνω της είχανε περάσει ο χρόνος, ο πολιτισμός και ο θάνατος». Μ' αυτά τα λόγια κλείνει το οδοιπορικό του ο Ντένης Κονταρίνης.

Το βιβλίο: «Η Γειτονιά του Κάστρου», είναι απλά γραμμένο και πολύ παραστατικά, από τον Πατρινό συγγραφέα με κεφαλλονίτικη ρίζα Δ. Κονταρίνη, με πρωταγωνιστές «πιτσιρικάδες», (όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει) και με έντεχνο τρόπο ξεδιπλώνει όλες τις διαστάσεις και αποχρώσεις των άχρωμων και στεγνών δεκαετιών του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα.

Στο οδοιπορικό της Γειτονιάς του Κάστρου με την λεπτομερή αφήγηση -κι εδώ φαίνεται η γοητεία της τέχνης- παραστάσεις και εικόνες σε μεταβάλλουν σε μέρος της γειτονιάς, ακούς, βλέπεις, κινείσαι διαρκώς σαν διελκυστίνδα να προλάβεις όλα να τα δεις και να τα ζήσεις. Ζεις το γέλιο και την απόλαυση, ακούς τα παρατσούκλια των ανθρώπων και γελάς, -ψάχνεσαι μήπως είχες κι εσύ κάποιο και το ξέχασες- βλέπεις παραστάσεις καραγκιόζη που οι «πιτσιρικάδες», προκειμένου να εξασφαλίσουν λίγες δεκάρες για τα γλειφιτζούρια τους, είναι ικανοί για όλα. Ζεις την παιδική περιέργεια στο μεγαλείο της όπου θέλουν να τα μάθουν όλα, από μπερδέματα κραυγών μέχρι και πολιτικές λέξεις:

«Μη μας χτυπάτε αδέλφια...» φώναζαν στους χωροφυλάκους και στους στρατιώτες...«Για σας αγωνιζόμαστε. Για να ζήσουμε όλοι μαζί μια καλλίτερη ζωή. Ελάτε μαζί μας αδέλφια. Φωνάξτε για το δίκιο όλων μας. Για το δίκιο το δικό σας. Για το δίκιο των παιδιών σας... Γίνονται μεγάλες φασαρίες γειτόνοι κάτω. Πέφτει πολύ ξύλο... Έχουνε πιάσει πολλούς... Λένε πως θα τους κλείσουνε στις φυλακές.... Κάποιοι άλλοι μιλάνε για εξορία... Ακούγαμε πολλά κι έφταναν στ’ αφτιά μας λέξεις απεργία, κομμουνισμός, εξορία, κίνημα, διχτατορία...».

Ζεις τη γειτονιά που αδειάζει και όλα τα σπίτια της να μένουν χωρίς άνδρες, παιδιά χωρίς πατεράδες γυναίκες μόνες και απροστάτευτες να ζουν το Γολγοθά τους γιατί οι άνδρες τους να είναι αντιμεταξικοί και δημοκράτες, να συλλαμβάνονται και να εκτοπίζονται στις φυλακές. Κι εκεί, στη φλέγουσα εποχή του αντικομουνισμού και του Μεταξά, -που όλα τα 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά- και ο προβληματισμός των μικρών παιδιών άρχισε να γιγαντώνεται και να τα προωθεί σε μια αναγκαστική ωριμότητα, να και οι Ιταλοί κηρύττουν τον πόλεμο στην δεινοπαθούσα από φασιστικά εκτρώματα Ελλάδα.

Σελίδες θριάμβου, δόξας και ψυχικής ανάτασης καταγράφονται στα θανατηφόρα χαρακώματα της Αλβανίας. μάχες που έδιναν οι Έλληνες φαντάροι με ηρωισμούς και αυταπάρνηση, μέχρι που εκεί που η Ελλάδα νόμισε πως σύντομα θα τέλειωνε ο πόλεμος, το χτικιό του πολέμου πήρε άλλες επικίνδυνες διαστάσεις. Ο χιτλερικός ναζισμός σαν θεόρατο χταπόδι άπλωσε τα δολοφονικά πλοκάμια κατακτώντας την Ελλάδα. Κατοχή!

Ό, τι πιο χειρότερο μπορούσε να συμβεί στον τόπο μας συνέβη. Κι εδώ άλλες εικόνες δίνουν μια ξέχωρη λαμπράδα με το γέννημα της Εθνικής Αντίστασης, η οποία μέχρι εσχάτων πολέμησε τον γερμανικό φασισμό. Οι πρώτοι αντάρτες, απλοί Έλληνες Πολίτες, άρχισαν να ξεπετάγονται σαν μανιτάρια πολεμώντας σε βουνά και κάμπους και στο άκουσμα των καπεταναίων, όπως του Άρη Βελουχιώτη, στους Πολίτες επικρατούσε ο θαυμασμός και το θάρρος και στους εχθρούς ο φόβος και ο τρόμος και η Γειτονιά του Κάστρου έδωσε όλους τους άνδρες της να παλέψουν ενάντια στο φασισμό και υπέρ της λευτεριάς.

Τα δεινά του πολέμου εξελίσσονται ραγδαία όταν η πείνα, στεγνή και σκληρή συνηγορεί με τον τρόμο που λέγεται θάνατος. Τα παιδιά απεγνωσμένα αναζητούν στα σκουπίδια των στρατευμάτων κατοχής κάτι να βρούνε να φάνε: «Κοντά να φτάσουμε στην οδό Μαιζώνος (Πάτρα) είδαμε σε μια γωνιά ένα σωρό από σκουπίδια. Πάνω στο σωρό κάποιοι άνθρωποι, που πιο πολύ έμοιαζαν με σκελετούς, με κάτι τρύπια και χιλιομπαλωμένα ρούχα, έψαχναν απεγνωσμένα σκάβοντας το σωρό των σκουπιδιών με τα χέρια τους. Κάπου-κάπου βλέπαμε να ξεχωρίζουν κάτι, προσπαθούσαν για λίγο να το καθαρίσουν και βιαστικά το έβαζαν στο στόμα τους φοβούμενοι μήπως κάποιος άλλος τους το αρπάξει... Με δειλά βήματα προχωρήσαμε κι εμείς προς το σωρό των σκουπιδιών...Ένας απ’ αυτούς ξέκοψε από το σωρό των σκουπιδιών και ήρθε και στάθηκε μπροστά μας. Το σκελετωμένο πρόσωπό του έμοιαζε πολύ άγριο καθώς μας κοιτούσε εχθρικά. Σήκωσε ένα ξύλο που κρατούσε στα χέρια του κι η φωνή του ακούστηκε άγρια: «Παλιοχαμίνια. Χαθείτε από δω γιατί θα σας λιώσω τα κεφάλια....»

Η πείνα, που ο συγγραφέας έζησε ο ίδιος και μας τη δίνει ανάγλυφα και παραστατικά, δημιούργησε και πολλές τραγικές φιγούρες, όπως εκείνη του παπα-Νικόλα. Ο αυστηρός, για τα παιδιά παπα-Νικόλας, σημάδεψε όλη τη γειτονιά με την αγάπη, την καλοσύνη και την αέναη φροντίδα του για το ποίμνίο του. Για τον καθένα είχε τη δική του, ουμανιστική πολιτική προσέγγισης και απ' αυτόν έμαθαν τα παιδιά λέξεις και πράγματα που δεν ήξεραν. Αγωνιστές παπάδες του 21 δε θα είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τον παπα-Νικόλα. Πολλές φορές όταν τα παιδιά δεν έβρισκαν τίποτε στα σκουπίδια κατέφευγαν στην εκκλησιά της γειτονιάς τους στον Αη-Νικόλα. Και από την ίδια εκκλησιά ο παπα-Νικόλας γιομάτος απόγνωση και πίκρα, που δεν είχε τίποτα πλέον να δώσει, κατέφευγε σε άλλα, ακραία μέσα.

Έτσι μια φορά σαν «έμπορας», αναζήτησε το κατάλληλο πρόσωπο να του πουλήσει κάποιο ιερό αντικείμενο από την εκκλησιά, μια χρυσή εικόνα της Παναγιάς, που θα εξοικονομούσε λίγα τρόφιμα για τα μικρά παιδιά:

«-Τι να σου δώσω για ένα εικόνισμα παπά μου.... -Είναι όλο χρυσό βρε αγιογδύτη, δε το βλέπεις... -Το βλέπω αλλά τι να το κάνω παπά μου... - Να το 'χεις στο σπίτι σου μήπως καμιά φορά μπορέσει και σε συχωρέσει η χάρη της για τα εγκλήματα που κάνεις κάθε μέρα...» «Ο παπάς άνοιξε τη σακούλα που το είχε δώσει εκείνος ο άνθρωπος. Από μέσα έβγαλε δυο φρατζόλες ψωμί, λίγο τυρί, σύκα και σταφίδες... 'ντε. Φάτε και μετά ήσυχα γυρίστε στα σπίτια σας. Κι όπως είπαμε. Δεν είδατε τίποτα.. » είπε στα παιδιά που είχαν δει τη διαπραγμάτευση με την εικόνα.

Αυτά και άλλα πολλά διαβάζει κανείς στη Γειτονιά του Κάστρου. Μιας γειτονιάς σε μια εποχή παράλογης έξαρσης που κατέφερε να επιζήσει. Κι όπως μας λέει ο συγγραφέας στον πρόλογό του: «Πριν καλά να περάσει ο πόνος από τη τραγωδία της καταστροφής στη Μικρασία, η πατρίδα μας δοκιμαζότανε από μια σειρά στρατιωτικών πραξικομημάτων, από μια δικτατορία, για να έρθουν στη συνέχεια ο Β` Παγκόσμιος πόλεμος, η Κατοχή, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος.

Αυτά ακριβώς είναι τα ιστορικά εφόδια και όχι μόνο που δίνει κι αυτή η γειτονιά και, όπως αναφέρεται στις πρώτες αράδες, οι νέοι του σήμερα οφείλουν να τα γνωρίζουν. Επίσης και η πολιτεία οφείλει να κάνει το χρέος της τροφοδοτώντας και την πιο απομακρυσμένη βιβλιοθήκη όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και το χώρο της διασποράς με τέτοια οδοιπορικά, τα οποία, αμή τι άλλο, δίνουν τις διαστάσεις του ταπεινού, τίμιου και φτωχού ελληνικού χτες και συγχρόνως τις αντιπαραθέτουν στο σκούρο σήμερα και αβέβαιο μέλλον.

Ο Διονύσης Κονταρίνης με το οδοιπορικό του: «Η Γειτονιά του Κάστρου» ξύπνησε πολλά συναισθήματα ανωτερότητας μέσα μου και είμαι πεπεισμένος ότι ο χώρος της Διασποράς θα νιώθει ακόμα πιο δυναμικός όταν πετραδάκια σαν τη γειτονιά του κάστρου προτρέπουν και μια επιστροφή στις ρίζες μας.

Σαν κατακλείδα ας μου επιτραπεί να γράψω δυο λόγια συνδέοντας έτσι τη δική σου γειτονιά, τη δική μου, τη δική μας.

«Κάτι σου λείπει γειτονιά, δείχνεις να πονάς και φαίνεσαι να κλαις,
τρέχω να μπω στα στήθια σου που έχουν μαραθεί να στα δροσολογήσω,
μαζί να κουβεντιάσουμε, για μέρες, μήνες, χρόνια
και όλα να τα πούμε, όλους να τους ξεθάψουμε,
για κάμποσες στιγμές μαζί τους να βρεθούμε...
Κι αν θες παράπονα να θυμηθούμε της εποχής παλιά,
αυτά που πέρασαν και αργόσβησαν μες στην ανυπαρξία,
ή και ακόμα τα καλά, τ' αγνά, αυτά που λάλησαν πολλά πουλιά,
μ' έναν ειρμό ανάρπαστο και φλόγα στην καρδιά
τραγούδια να ειπούμε...»

Απρίλης 2005, Γερμανία
Διονύσης Κονταρίνης

patrinos12@hotmail.com

 

 

 

Όταν "κοιμάσαι" άλλος  γράφει ιστορία
ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

 Εμείς το αραχάνθος τα σκορπίδια, οι διάττοντες, επιβήτορες στη ξένη γη, μέσα στο σκοτάδι της μέρας, στ' αχνάρια του Διογένη, με τη βούληση μας, να θεμελιώσουμε την υποδομή του ελληνικού οράματος. Να βρούμε τη χαμένη μας ταυτότητα...!
Μάγειρας

 Όποιος ελέγχει το παρόν,
ελέγχει και το παρελθόν.
 Όποιος ελέγχει το παρελθόν,
"καθορίζει"
το μέλλον
George Orwell

   

Θερμοπύλες
Κ.Καβάφης 1903

Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
Ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες
Ποτέ απ' το χρέος μη κινούντες.
Δίκαιοι κ' ίσιοι σ' όλες των τες πράξεις.
Αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία.
Γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
Είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
Πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε.
Πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
Όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
Πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος.
Κ΄ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

 

Το κείμενο εκφράζει την άποψη του συγγραφέα
κεντρική σελίδα

ΑΡΧΕΙΟ

Ούλε τε καί μάλα χαίρε, θεοί δέ τοι όλβια δοίεν
Νά είσαι καλά καί νά χαίρεσαι, οι θεοί δέ νά σού δίδουν ευτυχία. (Οδύσσεια Ω 402.)