η φωνή σου

η στήλη μας

Μετανάστης
Αδέσμευτο περιοδικό στο διαδίκτυο

Εκδίδεται από επιτροπή

metanastis@metanastis.com


Κι εσύ λαέ βασανισμένε πληρώνεις την αδιαφορία σου 

ΕΠΕΨ
Επιστολική Ψήφος

Λογοτεχνία της διασποράς  ΕΕΛΣΠΗ

Ελληνική Γλώσσα 

Ελληνική Μουσική

Τέχνη & Πολιτισμός

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

ΜΑΥΡΑΚΟΚΚΙΝΑ 

Ποίηση

Ενδιαφέροντες
Κόμβοι

Επιστολές

Αρχείο

Αθήνα 2004

Athens 2004

Αλέξανδρος ο Μέγας

Alexander der Grosse

 

 

  

«ΑΧ! ΝΑΞΕΡΑ» του Γαβριήλ Παναγιωσούλη
Γράφει ο Νίκος Αλεξανδράτος

Το «ΑΧ! ΝΑΞΕΡΑ....» του Γαβριήλ Παναγιωσούλη περιγράφει την οδύσσεια ενός μετανάστη από ένα ορεινό χωριό της Κεφαλονιάς, που έφυγε παιδί ακόμη αμέσως μετά από τον εμφύλιο πόλεμο, πρώτα ναυτικός, μετά αρκετά χρόνια στην Κεντρική Αμερική και τελικά στην Νέα Υόρκη. Μερικές κεντρικές ιδέες κυριαρχούν στο μυαλό μου διαβάζοντας το βιβλίο:

Πρώτον, θα το συνιστούσα με ενθουσιασμό σε όποιον ενδιαφέρεται να μάθει πως ζούσε και πως σκεφτότανε ο κόσμος την εποχή εκείνη (μόλις 50-60 χρόνια πριν) στα ορεινά χωριά της Κεφαλονιάς (και υποθέτω στην άλλη Ελλάδα). Ο συγγραφέας δίνει μια γλαφυρότατη και αρκετά επιτυχημένη εικόνα. Δεν έχω συναντήσει καλλίτερη. Στους σημερινούς νέους, πολλά πράγματα θα φανούν εξωτικά. Αλλά πολλοί από εμάς που μεγαλώσαμε την εποχή εκείνη (δεκαετία του 1940) θα είναι ευγνώμονες που ο συγγραφέας κατάγραψε αυτό που εμείς θα θέλαμε να πούμε μα δεν ξέραμε πως. Αυτός φυσικά είναι ο ρόλος των συγγραφέων.

Δεύτερον, η ικανότητα του συγγραφέα να αντιμετωπίζει και να αξιολογεί με κριτικό πνεύμα όλα όσα συνάντησε (καταστάσεις, ανθρώπους – ανεξάρτητα αν ο αναγνώστης συμφωνεί η όχι με τις θέσεις του) θα κάνει πολλούς αναγνώστες που πέρασαν από ανάλογες περιστάσεις να γυρίσουν με την σκέψη πίσω και πιθανώς να αξιολογήσουν κάτω από νέα οπτική τις δικές τους εμπειρίες.

Τέλος, μέσα από όλο το κείμενο διαφαίνεται η συνεχής νοσταλγία για την Ελλάδα, το μέρος που γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια, αλλά και μια περηφάνια για το ότι γεννήθηκε Έλληνας και κατάφερε να παραμείνει Έλληνας. Φυσικά, η νοσταλγία είναι κοινό χαρακτηριστικό των περισσοτέρων μας και γενικά δεν επιδέχεται λογική ανάλυση και εξήγηση – ίσως οι ψυχολόγοι μπορούν να την εξηγήσουν.

Το ζήτημα του να αισθάνεται κανείς περηφάνια για την Ελληνικότητα του είναι διαφορετικό. Αν κρίνουμε από το πως περιγράφει ο συγγραφέας τους περισσότερους Έλληνες με τους οποίους είχε επαφές στην οδύσσεια του (γενικώς με μη κολακευτικούς χαρακτηρισμούς), η είχε γνωρίσει σαν παιδί (π.χ. τους διάφορους παλικαράδες κατά το εμφύλιο πόλεμο, τους αλαζόνες μετανάστες που γυρνάγανε στο χωριό και επιδείκνυαν τα λεφτά τους) είναι λίγο παράξενο να αισθάνεται κανείς περήφανος που ανήκει σε αυτό το κοινωνικό σύνολο. Αν δε πάρουμε την εμπειρία που έχει κανείς από την πρώτη κρούση του με την σύγχρονη Ελληνική κοινωνία μετά την παλιννόστηση του (από τον ταξιτζή που θα σου πάρει πιο πολλά από ότι γράφει ο μετρητής, μέχρι του να πρέπει να δωροδοκήσεις κάποιον υπαλληλάκο για να βγάλεις άδεια οδηγήσεως, μέχρι τα φακελάκια στον γιατρό της υποτιθέμενης δωρεάν υγείας, μέχρι, μέχρι ....) γίνεται ακόμα πιο παράξενο να βρεις μια λογική εξήγηση για την περηφάνια του να είσαι Έλληνας. Μπορεί και αυτό το θέμα να ανήκει στον γνωστικό χώρο των ψυχαναλυτών και να είναι απλώς μια άλλη όψη της νοσταλγίας.

Μια υπόθεση που θα μπορούσε να ερευνηθεί είναι αν η προσκόλληση στην ιδιότητα του Έλληνα, η επιμονή στην διατήρηση της διαφορετικότητας, δεν έχουν πολλά να κάνουν με την Ελληνικότητα καθεαυτή αλλά αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο κύριος όγκος των μεταναστών μας της εποχής εκείνης και αυτών που προηγήθηκαν να ενσωματωθούν και να γίνουν μέρος της κοινωνίας των χωρών που πήγαν. Θα ήταν ενδιαφέρον να ξέραμε αν σύγχρονοι Έλληνες μετανάστες, αυτοί που πηγαίνουν εφοδιασμένοι με προσόντα (οικονομικά, μορφωτικά) όχι πολύ διαφορετικά από αυτά του μέσου κατοίκου της χώρας υποδοχής, διατηρούν τόσο έντονη την αίσθηση της περηφάνιας /διαφορετικότητας βασισμένη στο στοιχείο της Ελληνικότητας.

Νίκος Αλεξανδράτος, Ρώμη
nikalex@yahoo.com
 

 

 

Σχολιάζοντας το βιβλίο:

«ΑΧ! ΝΑΞΕΡΑ»

του συγγραφέα, Γαβριήλ Παναγιωσούλη, ΗΠΑ

Διαβάζω στην ηλεκτρονική σελίδα: www.greekbooks.gr/showbook.asp?bookID=166209  μια αξιόλογη εργασία - ανάλυση ενός αναγνώστη συμπατριώτη, ονόματι, Νίκος Αλεξανδράτος, με αναφορά στο βιβλίο: «ΑΧ ΝΑΞΕΡΑ»! του Γαβριήλ Παναγιωσούλη. Το να ασχοληθεί ένας γηγενής με έργα των Συγγραφέων της Διασποράς,(και εδώ πρέπει να καταθέσω ότι δεν γίνετε για πρώτη φορά και δόξα να 'χει ο γεραμπής-Θεός) αποτελεί μεγάλη τιμή και γι' αυτόν που κάτι γράφει για τον «άγνωστο» συγγραφέα, όπως τώρα με τον κ. Ν. Αλεξανδράτο, και για τον ίδιο συγγραφέα και πολύ περισσότερο για τους απανταχού Έλληνες αναγνώστες.

Οι Έλληνες κριτικοί, δυστυχώς, δεν έχουν την τόλμη να ασχοληθούν με τον Απόδημο Έλληνα Λογοτέχνη, εκτός κι αν υπάρχουν συμφέροντα 'κονόμας κι αυτό βέβαια σε σπάνιες περιπτώσεις. Έτσι, λοιπόν, μια αναφορά από κάποιον, που δεν είναι ειδήμονας, πανεπιστημιακός, κριτικός κλπ, η αξία τής τιμής μεγαλώνει και αντίστοιχα μεγαλώνει και ο χώρος που φιλοξενείται(ιστοσελίδα, εφημερίδα, περιοδικό κλπ.).

Πέρα από τις σωστές επισημάνσεις (ας μου επιτραπεί να πω τη λέξη φίλο) Ν. Α., που πράγματι δείχνει ότι παρακολούθησε σχολαστικά την όλη δομή του έργου, επί τη ευκαιρία για το ίδιο βιβλίο «ΑΧ! ΝΑΞΕΡΑ», θα ήθελα να πω κάμποσα λόγια και να εξάρω τη σημασία αυτής της Οδύσσειας, όπως εγώ την κατάλαβα· μιας Οδύσσειας που τη ζήσαμε όλοι σε διαφορετικά κατάρτια και στεριές. Δεν είμαι κριτικός για να αξιολογήσω-βαθμολογήσω ένα έργο, αλλά επειδή πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του -ευαγγέλιο, κατά την άποψή μου- ως αναγνώστης θα τολμήσω να πω ότι αυτό το βιβλίο αντικατοπτρίζει μια ολόκληρη εποχή.

Το βιβλίο του Γαβριήλ Παναγιωσούλη αναμφιβόλως είναι φορτωμένο από μια ποικιλόμορφη περιπέτεια, βουτηγμένη στην εφήμερη αγωνία και στην αβεβαιότητα για το άγνωστο, μια περιπέτεια χωρίς αρχή και τέλος με μοναδικό στόχο και σκοπό το κυνήγι ενός «ονείρου». Τάχα πόσοι από μας δεν είχαμε όνειρα! Για ένα κυνήγι ενός «ονείρου» τράβηξε πολλές φορές το «σπάγκο» να το φέρει κοντά του, μα εκείνο σαν «όνειρο» πάντα ξέφευγε ή διαλύονταν έτσι που πέθαινε η ελπίδα μιας ημέρας για να φέρει η επομένη μια άλλη, κι εκείνη, στη συνέχεια, να χάνεται και να σβήνει.

Μ' ένα «όνειρο», που γεννήθηκε στην προδομένη και άγρια λεηλατημένη Ελλάδα και στις μαύρες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, έζησε ο «Γερασιμάκης», που τον ακολούθησε στους ωκεανούς και στις θάλασσες και σε όλα τα σημεία του ορίζοντα για να φτάσουν μαζί κάτω απ' τους ακατάδεκτους και ψυχρούς ουρανοξύστες τής μεγάλης Χώρας. Ένα «όνειρο», δεμένο στην άκρη ενός «σπάγκου», που έμενε άπιαστο και ακατέβατο από τ' άυλα ύψη του και που μάταια αγωνίζονταν να το φτάσει.

Και τραβούσε το «σπάγκο» να συντομεύσει την άλλοτε γαλάζια και σκούρα και άλλοτε άγρια και «κακούργα» στράτα τής απέραντης θάλασσας. Πότε αμολούσε και πότε τραβούσε το «σπάγκο» τρίζοντας τα δόντια, με αέναη κάψα στα μάτια και ανείπωτο πόνο στην ψυχή χρυσώνοντας έτσι τις σελίδες του δικού του ευαγγελίου. Αχ Ναξερα! Στη σελίδα 123 διαβάζουμε:

«Αμολάμε σπάγκο, ξανοιγόμαστε.» κάθε βράδυ το ίδιο έλεγε, «αμολάμε, αμολάμε.»
Μετά αφού πέρασαν αρκετές μέρες, μουρμούριζε πάλι:
«Τώρα μαζεύουμε, τώρα μαζεύουμε τον σπάγκο στην καλούμα.»
Ο Γερασιμάκης δεν άντεξε στην περιέργεια κι ένα βράδυ τον ρώτησε:
-Μα καλά, για ποιο σπάγκο μιλάς; αϊτό ανυψώνεις;
-'Ακουσε εδώ για να μαθαίνεις, είπε ο Μπάμπης. Όταν ξεμακρύνομε από τη στεριά, για το πέρασμα του Ατλαντικού απομακρυνόμαστε από την ακτή κάθε μέρα πιο πολύ, άρα αμολάμε σπάγκο, δηλαδή πετάμε τον αϊτό, κι αυτός ανεβαίνει ψηλά. Όταν φτάσουμε στη μέση της απόστασης από το λιμάνι του προορισμού μας, αρχίζουμε να μαζεύουμε τον σπάγκο στην καλούμα, έως ότου κατεβάσουμε τον αϊτό στα χέρια μας. Ο αϊτός είναι το λιμάνι του προορισμού μας. Όσο πιο πολύ σπάγκο μαζέψουμε τόσο πιο γρήγορα θα δούμε το λιμάνι του προορισμού μας, έλεγε ο Μπάμπης»

Σίγουρα πολλές και διαφορετικές ερμηνείες μπορούν να αποδοθούν για το εν λόγω έργο. Η Οδύσσεια του Κεφαλλονίτη, Γαβριήλ Παναγιωσούλη, απ' το ξεκίνημα μέχρι το τέλος, δεν ήταν παρά ένα χαμένο όνειρο. Ένα όνειρο, που όλοι μας είχαμε και το μεταφράζαμε σε μια καλλίτερη ζωή. Οι κοινωνικοπολιτικές, οικονομικές, διχαστικές και πολιτιστικές εκρήξεις στην Πατρίδα μας, που κράτησαν πάνω από μισό αιώνα, για όλους εμάς δημιούργησαν χαμένα όνειρα τα οποία, όπως μας λέει και ο συγγραφέας, Γ. Παναγιωσούλης, συνεχίστηκαν. Μόνο που διατρανώνοντας στο χώρο της Διασποράς, γιομάτος πείσμα και αποφασιστικότητα, όχι για να πιάσει το «όνειρο», αλλά για να το γκρεμίσει και να το τσακίσει μια για πάντα, τα κατάφερε. Τέτοια όνειρα ζούμε και στις μέρες μας. Μια «μοντέρνα» επανάληψη της ιστορίας. Κι αυτά τα «όνειρα» όσο κι αν έχουν χαθεί ή σβήσει, δεν παύουν να φεγγρίζουν σαν διάττοντες αστέρες και να φέγγουν...

Ε.Ε.-Γερμανία, Νοέμβρης 06 2002
www.fasoulas.de 
vaios@fasoulas.de 

 

Το κείμενο εκφράζει την άποψη του συγγραφέα

 

Όταν "κοιμάσαι" άλλος γράφει ιστορία
ο μετανάστης

κεντρική σελίδα

 ΑΡΧΕΙΟ