|
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΑΚΙ
Kι' όλο ένα
αναρωτιόμουν/
όταν φύτεψα στου
σπιτιού μας την αυλή/
το μικρό Κυπαρισσάκι/
αν θα πιάσει; / θα
πετάξει;/ θα στηθεί ψηλό ; /
ή θα ξεραθεί με το
πρώτο καλοκαίρι; /
Κάθε μέρα το
φιλούσαν οι τοπικές Δρυάδες/
και του δείχνανε
αγάπη οι αγαθές Αμαδρυάδες/
οι προστάτιδες του
δάσους και της φύσης οι Νεράιδες/
και οι Μούσες του
διδάξαν πως να σμίγει τα στοιχεία /
Η καλύτερη όμως
τροφός του και μητέρα του μαζί /
ήτανε η Θεοφανώ η
Δελφική /
που το εφρόντιζε , το
πότιζε, το μάλωνε, και το θώπευε μαζί/
γιατί και τα δέντρα
έχουνε ψυχή και αισθήματα, όπως οι
άνθρωποι οι αγαθοί/
και μπορούν να
ξεχωρίζουν τους καλούς απ’ τους κακούς/
και τους φίλους και
εχθρούς/
Εγώ φύτεψα κοντά του
λιγοστά θαμνοειδή/ να του κάνουν
συντροφιά /
για να τάχει
στήριγμα του μεσ’ του βίου την σκληρή τη
μοναξιά του/
Τις Αξίες της Ζωής,/
Προ παντός την
Εργατώ / και το Θάρρος το ηθικό/
Κι’ αναρριχηθήκανε
σιμά του /
σαν πολύτιμοι
προστάτες μέσ’ του βίου του τις στράτες./
Ο Ξερριζωμός του
Κυπαρισσιού
Με το πέρασμα του
χρόνου το μικρό Κυπαρισσάκι ψήλωσε πολύ/
κι’έγινε τρανό ,
μεγάλο/
και οι κλώνοι του
δεν βολεύονταν εδώ/
στην μικρή μας την
αυλή /
Ξαπλωθήκανε λοιπόν
στη Δύση /
και ζητήσαν νέο χώμα,
εύφορο /
για να ευδοκιμήσει,
το μεγάλο πιά το Κυπαρίσσι/
Που μα το Δία πάει το
ευλογημένο ;/ μονολογούσα τότε σκεπτικός/
Περιφρόνησε τα πάντα
στο μικρό σπιτικό , /
γαλανόλευκες
κορδέλλες, / του γιαλού μας τις δαντέλλες/
του αυλόγυρου τα
δένδρα, τον αγέρα, τα λουλούδια, το
χορτάρι/
και του δάσους το
θυμάρι/
Πήρε μόνο του
Απόλλωνα το Φως/ τα να το έχει φυλαχτό/
Τις ρίζες του εδώ
τις εσκέπασε καλά /
μήπως και τις
ξεράνει ο βορηάς της ξενητειάς /
Μας λέει φεύγω
προσωρινά ! /
διψασμένος με της
επιστήμης, τα επτασφράγιστα τα μυστικά/
αλλά εγώ δεν τον
πιστεύω πιά,! /
γιατί στο μεταξύ, / η
Αγγέλω η Αρκάς,/ μιά Πελασγή Ξενοδρυάς/
τον επλάνεψε σαν την
Κίρκη τον Οδυσσέα /
και απο τότε δεν
ακούσαμε λόγο για επιστροφή ξανά /
Το Μικρό Κυπαρισσάκι
Το ξερριζωμένο
Κυπαρίσσι ξαναφύτρωσε /
και ανδρειώθηκε
στην Εσπερία / μόνιμα και οριστικά/
Απο τότε δεν
λησμόνησε ποτέ του την Ελλάδα/
πάντα ζει με τον
καυμό της και την βλέπει στ’ όνειρα του/
κι’ όλο ψάχνει, / κι’
όλο σκάβει/ όταν έρχεται εδώ, /
θύελλα είν’ η ψυχή
του, διχασμός και σπαραγμός/
και να μείνει και να
φύγει θέλει,/ τον τραβούνε και τα δυό/
και τις ρίζες του να
βγάλει απ ‘ το βράχο τον ξερό/
κι’ όλο αλλάζει κι’
όλο στρέφει /
αλλά ουδέποτε
μονίμως επιστρέφει/
Ξαφνικά χθες
μαθαίνω ότι η Αγγέλω η Αρκάς, /
με σπόρο απο το δικό
μας Κυπαρίσσι /
φύτεψε στο δικό της
το χωράφι, εκεί στη Δύση/
ένα όμορφο και
δυνατό Κυπαρισσάκι/
Η μόνη έγνοια τώρα
που με τρώει/
θα γυρίσει κάποτε
αυτό ;/
στο παλιό μας
σπιτικό ;/
για να σκάψει τ’
άγιο χώμα της πατρίδος /
και να βρει τις
ένδοξες του ρίζες που χιλιάδες χρόνια
τις σκεπάζει; /
Η μήπως σαν τους
λωτοφάγους τ’ Οδυσσέα λησμονήσει/
πούθε ο σπόρος του
κρατάει;/
Πρόσεχε να μην
χαθείς
Και φοβάμαι μην χαθεί
στα πελάγη της εξώλειας και λήθης/
και δεν μάθει την
γλυκολαλιά των προγόνων του ποτέ/
να μιλά με τους
θεούς μας/
και ξεχάσει μιά για
πάντα τις αρχαίες τις Δρυάδες/
και τις Μούσες της
πατρίδος τις καλές ;/
Κι’ έτσι έρμαιο
όπως θάναι/
μη μου το
αποπλανήσουν τα παιδιά του Μαμμωνά και
του Μολώχ /
και δεν δεί ποτέ του
του Απόλλωνα το Φως,/
του Διός την Αρμονία
/ την ιερά Τετρακτύν του Πυθαγόρα ,/
των Καβείριων
Μυστηρίων την αρχέγονη βροχή/
το ΕΝ και το ΟΝ /
και της Ελευθερίας,
της Δημοκρατίας, της Ανθρωπιάς, της
Δικαιοσύνης και της ανθρώπινης
Αξιοπρέπειας τον τίμιο Ηλιο, τον λαμπρό /
του Εληνισμού το
ανέσπερο το Φως/
Καλότυχος να είσαι
Κωσταντή
Αν δεν γυρίσει στην
Ιθάκη το μικρό Κυπαρισσάκι/
θάναι για μένα
συμφορά και το μέγιστο κακό, /
όπου κι’ αν είμαι
τότε θα με τρώει το σαράκι /
Αλλά πάλι δεν
πειράζει,/
γιατί παντού όπου
υπάρχει Πολιτισμός/
εκεί κατοικεί κι’ ο
Ελληνισμός /
Οπου κι’ αν ψάξεις
συναντάς άλλη Ιθάκη, /
όπου Γη Πατρίς/
αρκεί να βιώνεις την
ζωή σου με Αξιοπρέπεια και Αρετή/
να κάνεις το Καλό/
νάσαι Ελεύθερος και πολυμήχανος σαν
Οδυσσέας /
νάχεις ορμή σαν
Αχιλλέας/ και του Σωκράτη το μυαλό/
Βάλε την Ελλάδα στην
καρδιά σου εσύ απο μωρό/
μιά φορά κανένας ζει/
Ζήσε λοιπόν σαν
Ελληνας και σαν Αμερικανός μαζί/
και καλότυχος να
είσαι / Κωσταντή .
Αμφικτύων
|
Ποίηση
|